Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε
33 Σ Κ Ο Υ Ρ Ι Α Κ Α Ι Χ Ρ Υ Σ Α Φ Ι : Ν Ε Γ Ρ Ε ΠΟ Ν Τ Ε πει ξανά το αίμα να βάφει τα κύματα, τότε που βούτηξε από ψηλά και χτύπησε σε βράχο, όταν τον είχε σώσει ο Αντώνης, που τον έβγαλε λιπόθυμο και τον κουβάλησε μέχρι το σπίτι του στα χέρια. Στον νου του έρχονται και πάλι οι όρκοι που είχανε δώσει όταν είχαν ενώσει τα αίματά τους, τα κορίτσια που κρυφοκοίταζαν, την τρεμούλα στο υπογάστριο όταν έβλεπαν άσπρα μπράτσα να φεγγί- ζουν κάτω από λεπτά θερινά ρούχα, θυμάται και τα λόγια του φίλου του: «Ξέρεις, Αγγελή, απ’ όλα τα πράγματα σε ένα κορίτσι, παρα- πάνω μ’ αρέσουν τα μακριά δάχτυλα…Τα σκέφτομαι να με χαϊδεύ- ουν… να μ’ αγγίζουν παντού…». Αχ, ο έρωτας, και δεν αξιώθηκαν να τον ζήσουν. «Βάλε φωτιά, Αντώνηηηηηηηηη!» Βλέπει τα μάτια του ομογάλακτου και σταυραδερφού να λάμπουν από χαρά και μίσος, τον θάνατο του εχθρού σκέφτεται, όχι τον δικό του! Βλέπει το χέρι του να κατεβαίνει σταθερό, χωρίς τρέμουλο, χωρίς δισταγμό προς το μπαρούτι. «Βάλε φωτιά, Αντώνηηηηηηηηηη!» Η λάμψη από την έκρηξη έκανε τη νύχτα μέρα. Την είδαν στα παράλια της Μικρασίας και νόμισαν πως φλεγόταν η θάλασσα, την είδε και ο Γέρος του Μοριά * και έσκυψε ακόμα πιο χαμηλά το κε- φάλι, πάει, πέθαινε τούτος ο τόπος πριν ακόμη γεννηθεί. Έφτασε και στη Βασιλεύουσα που κάποτε πίστευε στον Χριστό, δάκρυσε η Αγια-Σοφιά. Και η Δόξα με το ματωμένο φουστάνι έπλεξε ένα στεφάνι από όσο θυμάρι είχε απομείνει στην καμένη γη και στεφάνωσε, από κει ψηλά, τους νεκρούς. * ΟΘ. Κολοκοτρώνης τότε είχε χάσει την αρχιστρατηγία του αγώνα, λόγω του εμφυλίου που είχε ξεσπάσει μεταξύ των Φιλικών και των Κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου (που εκπροσωπούσαν την ολιγαρχική παράταξη).
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=