Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

32 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ απόλαυση να σκοτώνεις ανυπεράσπιστους. Και ανεβαίνουν, όλο ανεβαίνουν. Ο καπετάν Βρατσάνος ξέρει τι πρέπει να γίνει, όλοι το ξέρουν. Ανταλλάσσουν ματιές οι δημογέροντες, άλλη λύση δεν υπάρχει, ο θάνατος είναι χίλιες φορές προτιμότερος από την ατίμωση. Λίγα τα πυρομαχικά τους, αλλά τη δουλειά θα την κάνουν. Δεν χρειάζονται προετοιμασίες, δεν υπάρχουν αμφιβολίες, τα λόγια είναι περιττά. «Βάλε φωτιά, Αντώνηηη!» ουρλιάζει ο Βρατσάνος και χαϊδεύει με μια τελευταία ματιά τον γιο του, η τραχηλιά γιομάτη αίματα, ίσως και να έχει λαβωθεί, μήπως και ποιος δεν αιμορραγεί αυτή τη στιγμή; Πότε ετοιμάζονται τα πανιά τα βουτηγμένα στο κατράμι, το θειάφι, το νέφτι και το λίπος, πότε τυλίγονται στη χοντρή δάδα και πότε την παίρνει το καπετανόπουλο στα χέρια, ο Αγγελής δεν κα- ταλαβαίνει. Κομματιασμένο το μυαλό, κομματιασμένη και η καρδιά, όλα χίλια κομμάτια! Μάνα, αδελφή, πατρίδα, τόπος, όνειρα, χαρές, λύπες, το αμπέλι, η θάλασσα, θρύψαλα όλα μπροστά στα θολωμένα του μάτια. Ο Αντώνης τον κοιτάει για τελευταία φορά, θα πεθάνουν, να το τέλος, έρχεται, πώς να το φανταστεί ότι θα πέθαινε στη στεριά και τόσο νέος. Αλλά θα πεθάνει λεύτερος, αυτό είναι το πιο σημαντικό. «Γεια σου, αδέλφι» χαράζουν τα χείλη του. «Ωραία περάσαμε ως εδώ…» Χαμογελάει ο Αγγελής, ναι, ωραία, πιο ωραία από όσο θα περί- μενε ένα σκλαβωμένο ορφανό. Θυμάται τα τρεχαλητά στις κατηφοριές του νησιού, θυμάται να στέκονται κόντρα στον αγέρα που λυσσομανούσε στην κορφή του βουνού και τους φούσκωνε τις ανοιχτές τραχηλιές ουρλιάζοντας «Δεν σε φοβόμαστε, Τούρκεεεεεεεε!». Ονειρεύεται το ζεστό ψωμί με το μέλι που τους φίλευε η καπετάνισσα, ανατριχιάζει στην ανάμνηση να κολυμπάνε στο παγωμένο νερό της θάλασσας Απρίλη μήνα, βλέ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=