Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

30 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ Δεν το ξανασκέφθηκε, με σκουντιές πέρασε ανάμεσα από το έντρομο πλήθος, η θέση του ήταν στις πολεμίστρες, έπρεπε να τους κρατήσουν απόξω, πολλή ώρα είχε χάσει ήδη. Ο αγώνας ήταν άνισος. Πολλοί περισσότεροι οι επιτιθέμενοι, καλά αρματωμένοι, είχαν πια τα κανόνια τωνΨαριανών στη διάθεσή τους και τους βομβάρδιζαν από μακριά διευκολύνοντας το έργο αυτών που είχαν αποβιβαστεί. Οι δέκα χιλιάδες Τουρκαλβανοί που είχαν καταλάβει το νησί, αφού είχαν σφάξει και κάψει τα πάντα στο διά- βα τους, τώρα ήταν έξω από το φρούριο και ετοιμάζονταν να ρίξουν την πορτάρα με γκασμάδες και τσεκούρια. Αν η μάχη ήταν σώμα με σώμα, οι ηρωικοί νησιώτες μπορεί και να τους νικούσαν, ήταν αποφασισμένοι να σώσουν τον τόπο τους, να σώσουν τις οικογένειές τους. Όμως η ζυγαριά είχε γείρει πια, δεν μπορούσαν να αμυνθούν, τι να έκανε ο σισανές μπροστά στα κανόνια; Ο Αγγελής πήρε θέση όπου του υπέδειξε ο καπετάνιος για να αποσυρθεί ένας τραυματίας και άρχισε να πυροβολεί μαζί με τους άλλους. Κάθε βόλι και ένας νεκρός, οι οχτροί δεν κρύβονταν πια, είχαν πάρει διαταγές να καταλάβουν το κάστρο, ή θα σκοτώνονταν ή θα τους εκτελούσαν οι δικοί τους, δεν είχαν επιλογή, ορμούσαν όλοι μαζί και συνωστίζονταν στην πορτάρα που ακόμη αντιστεκόταν. Κάθε βόλι και ένας νεκρός και δεν προλάβαιναν να γεμίζουν τα όπλα οι πιτσιρικάδες, οι δωδεκάχρονοι, δεκατριάχρονοι που ήταν γι’ αυτή τη δουλειά – οι λίγο μεγαλύτεροι πολεμούσαν κανονικά. Αν και εύκολος στόχος οι Τούρκοι έτσι στριμωγμένοι στα ριζά του κάστρου, οι έγκλειστοι δεν είχαν όσα πολεμοφόδια θα χρειαζόταν. Εκτός από τη βοήθεια του Θεού απαιτούνταν πολλά, χιλιάδες βόλια και πολλές, πάρα πολλές ώρες για να αποκρούσουν τον λυσσασμένο οχτρό. Κι όλα αυτά με την προϋπόθεση να άντεχε η πορτάρα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=