Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

29 Σ Κ Ο Υ Ρ Ι Α Κ Α Ι Χ Ρ Υ Σ Α Φ Ι : Ν Ε Γ Ρ Ε ΠΟ Ν Τ Ε γε, ένα μωρό που έσκουζε στην αγκάλη κάποιου τρίχρονου παιδιού –πού να ’ταν η μάνα τους;–, κάποιους που μιλούσαν μόνοι τους και έλεγαν ασυναρτησίες…Στο τέλος τις ανακάλυψε, ήταν στο βάθος μιας στοάς σχηματισμένης από πολλές καμάρες, εκεί ήταν τα μπουρ- νιά, άδεια από οποιαδήποτε τροφή. Πήχτρα σκοτάδι αλλά τις είδε, η μάνα ήταν γερμένη στην αγκαλιά της Αυγουστίνας που της έκανε αέρα με το μαντίλι. Αντάλλαξαν μια ματιά τα αδέλφια, και το αγόρι έπιασε το χέρι της μάνας που ακουμπούσε στο μέρος της καρδιάς της, μουσκεμένο από παγωμένο ιδρώτα. Η γυναίκα είχε γυρίσει ένα θολό βλέμμα πάνω του μα δεν έδειξε να τον αναγνωρίζει. «Κόλπος…μπορεί…»ψιθύρισε ηΑυγουστίνα. «Ξιπάστηκε από…» Δεν συνέχισε. Ήξεραν και οι δυο από τι είχε φοβηθεί η μάνα, μήπως και ποιος είχε μείνει ανεπηρέαστος από τις σφαγές, τις φω- τιές, τα ουρλιαχτά, τις μπόμπες, το θανατικό που σκορπούσαν οι Τουρκαλάδες; «Πάγαινε πάνω!» η Αυγουστίνα του ’δωκε την αντίθετη από τον καπετάνιο διαταή, φωνάζοντας στο αυτί του. Το λερωμένο της καθάριο * ανεβοκατέβαινε με πάθος, σχεδόν έβλεπε την καρδιά της να χτυπάει τρελά. «Πάγαινε πάνω, Αγγελή, σώσε μας! Την προσέχω γω…» Τα μάτια είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι, είδε τα χείλη της μάνας του ίδια με δυο γραμμές από μελάνι, ήθελε να πει στην αδελφή του πως πέθαινε… ίσως και να είχε πεθάνει κιόλας…έπρεπε να μείνει, να την αγκαλιάσει, να την κλάψει. «Πάγαινεεεεεε!!!!» ούρλιαξε το κορίτσι μα δεν ακούστηκε, πιο πολύ το διάβασε στα χείλη της, ίσως και να το μάντεψε, όξω οι σι- σανέδες είχαν ανάψει, τους άκουγε, τους μύριζε… έπρεπε να πο- λεμήσει… Ίσως να υπήρχε μια αμυδρή ελπίδα ακόμα. * Μέρος της γυναικείας ψαριανής στολής, πουκάμισο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=