Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

28 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ γές των τραυματιών, με τα προστάγματα των καπεταναίων που συνέχιζαν να παροτρύνουν για κουράγιο ο ένας τον άλλον, με τις βρισιές και τα «Κύριε, ελέησον» δυο ιερέων, ενώ οι μπόμπες τρά- νταζαν συθέμελα το φρούριο. «Πάγαινε κάτω!» τον διάταξε ο καπετάνιος που ’χε χίλια αυτιά, δυο χιλιάδες μάτια. «Η μάνα σ’ λένε πως είναι πληγωμένη και σε γυρεύει». Ταλαντεύτηκε λίγο ο Αγγελής, η μάνα του τον γύρευε…Μα και ο αγώνας ήταν… «Πάγαινε!» επανέλαβε ο αρχηγός και βιάστηκε το παιδί, δυο δυο κουτρουβάλησε τα πρώτα σκαλιά, παρά τον πόνο στο ποδάρι, ύστε- ρα στριμώχτηκε στο πλήθος, η σκάλα ήταν γιομάτη γυναίκες –κά- ποιες μάλιστα με τα μωρά στο βυζί–, παιδιά μικρά και λίγο μεγαλύ- τερα, αυτοί είχαν καταφέρει να ανέβουν ίσαμε κει. Οι άλλοι είχαν σφηνώσει κάτω στο έμπα, δεν τους χωρούσε η σκάλα όλους, ήταν και κάμποσοι ανήμποροι. Όλοι έτρεμαν σε κάθε «μπαμ!», μάτια διασταλμένα από τον τρό- μο, όμως μέσα τους έλαμπε, αχνά αλλά έλαμπε, το φως της ελπίδας, δεν μπορεί κάτι θα γινόταν, τους είχαν υποσχεθεί νίκη και ήσαν γενναία παλικάρια όλοι τους, καταλάβαιναν πως δύσκολα…δύσκο- λα πολύ… αλλά πάλι… Γιατί έτσι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος, ίσαμε την τελευταία πνοή ελπίζει πως θα υπάρχει αύριο. Περίμεναν κάτι να γενεί και δεν ήθελαν να πιστέψουν πως το δικό τους μέλλον το ’λεγαν «θάνατο». Δυσκολεύτηκε να τις βρει όταν με τα πολλά έφτασε κάτω, ήταν το σκοτάδι, ήταν και το πλήθος, ήταν και που βιαζόταν να ανέβει να πολεμήσει, βιαζόταν και να τις πάρει, να τις προστατέψει. Πώς; Ούτε και ήξερε. «Εκεί» του ’δειξε μια γειτόνισσα, το «εκεί» ήταν δύσκολο, χνότα, ιδρώτες, ζέστα και τρόμος, σχεδόν χειροπιαστά όλα, «εκεί», και δρασκέλισε έναν γέρο και μια κοπέλα που τον έκλαι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=