Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

27 Σ Κ Ο Υ Ρ Ι Α Κ Α Ι Χ Ρ Υ Σ Α Φ Ι : Ν Ε Γ Ρ Ε ΠΟ Ν Τ Ε καριού… Έσκαγαν όλες, εκτός από μία… Την πιο μεγάλη, την τελική… Που την είχε θρέψει η ύστατη αναπνοή του Μάρκου… Μόνο εκείνη έμεινε ατόφια και υψώθηκε αργά αργά. Πέρασε πάνω από το κομματιασμένο κορμί του παλικαριού, ξεπέρασε τα κεφάλια του Αγγελή και του Αντώνη που, ακόμη φαρμακωμένοι, αμίλητοι και ανίκανοι να κάνουν το παραμικρό, τον κοιτούσαν, πήρε ύψος, ταξίδεψε γύρω από τις πολεμίστρες, τους πληγωμένους, τους γεν- ναίους, τους αποφασισμένους και τους δειλούς, τα παιδιά και τις γυναίκες που στριμώχνονταν στα υπόγεια του φρουρίου. Ηφουσκάλα αντάμωσε το τελευταίο φως του ήλιου, την αμυδρή λάμψη του πρώτου αστεριού, ανέβηκε ακόμα, κι άλλο, κι άλλο, σερ- γιάνισε το Αιγαίο, τα σκλαβωμένα νησιά, τον επαναστατημένοΜο- ριά, τη Ρούμελη, είδε και τη Δόξα με σχισμένο φουστάνι, την είδε που δρασκελίζοντας τα ξερονήσια κατευθυνόταν προς τα Ψαρά. Τα πόδια του ετοιμοθάνατου παιδιού τινάχτηκαν μια δυο φορές και ένα άσπρο περιστέρι –έτσι του φάνηκε του Αγγελή– φτερούγισε πέρα από το κάστρο. Η χούφτα του γιόμισε ζεστό αίμα καθώς του έκλεισε τα μάτια ανακουφισμένος. ΟΜάρκος δεν υπόφερε πια. Σκουπίστηκε όπως όπως στην μπαλωμένη του βράκα και σταυ- ροκοπήθηκε αφήνοντας ένα κόκκινο σημάδι στο κούτελο από τις τρεις ρώγες των ματωμένων του δαχτύλων. Ένα σημάδι που δεν θα έφευγε ποτέ. Στο φρούριο μέσα κατέληξαν όσοι είχαν επιζήσει από την επέλαση των Τούρκων στο νησί. Θα ’ταν δεν θα ’ταν χίλιες ψυχές. Οι άμαχοι στριμωχτήκαν στα υπόγεια και στο ισόγειο την τελευταία στιγμή, λίγο πριν οι αφιονισμένοι οχτροί, αφού πέρασαν μέσα από την τρύ- πα που είχε ανοίξει το κανόνι, επιτεθούν και σφάξουν όλους τους τελευταίους υπερασπιστές του περιβόλου. Λαχανιασμένες ανάσες, προσευχές, δάκρυα, ιδρώτας και αίματα ανακατεύονταν με τις κραυ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=