Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

26 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ γράμματα, το «να» από το όνομα της κοπελιάς, η τελευταία συλλα- βή που ’χε απομείνει κοκαλωμένη πάνω στη γλώσσα σαν είχε δει… Αυτό που αντίκριζαν τα μάτια τους… αυτό… ΟΜάρκος… ήταν… Βόγκηξε σαν πληγωμένο θηρίο, βόγκηξε και έπεσαν το νι και το άλφα πάνω στην κόκκινη μάζα που ήταν το πρόσωπο του φίλου και συμπολεμιστή τους. Το άλφα, το τελευταίο γράμμα της λέξης, το πρώτο του αλφάβητου που μάθαιναν παιδιά –μα τι σκεφτόταν τώρα!–, το άλφα ακόμα πιο άτυχο, βυθίστηκε στον αιμάτινο πίδακα που κάθε τόσο ξεπηδούσε από μια τρύπα…Θα ’ταν το στόμα του Μάρκου… ίσως και να ’ταν δηλαδή… Στην ποδιά του πάνω ο ναύτης…ο φίλος…ο συμπολεμιστής… είχε… ήταν κάτι… υγρά ήσανε… κόκκινα και κείνα… ίσως και να σάλευαν κάπως σαν να ’χαν ζωή από μόνα τους…Μεγαλοδύναμε! Τα άντερα του Μάρκου είχαν βγει όξω από το σώμα του και χύνο- νταν τώρα στο πλάι! Ο χρόνος σταματημένος πάνω στο χοντρό ξύλο που ήταν μπηγ- μένο στην κοιλιά του και είχε ανοίξει μια τρύπα που έπιανε όλο το σώμα. Σταματημένος ο χρόνος, αιωρούμενα πάνω από τα κεφάλια τους τα χώματα, και οι πέτρες ακόμη ακίνητες · οι ήχοι, οι μπιστολιές, τα βογκητά, οι θρήνοι, όλα υπόκωφα, σαν να συνέβαιναν χίλιες οργιές μακριά τους. Έσκυψαν λίγο ακόμη. Κι όμως… ο Μάρκος ζούσε. Ζούσε κι ας μην υπήρχε πρόσωπο, ούτε σώμα ανθρώπινο υπήρ- χε. Κι όμως ανέπνεε. Και κάτι σάλευε εκεί που κανονικά είναι η θέση των χειλιών. Κάτι…Μια προσπάθεια…Η ύστατη…«Βαστά- τε παλικάρια…» ψιθύρισε και ο πίδακας από αίμα δεν εκτινάχτηκε τούτη τη φορά. Μόνο κάτι φουσκάλες από σάλιο και αίμα… φου- σκάλες που έσκαγαν αθόρυβα από τις τελευταίες ανάσες του παλι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=