Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

25 Σ Κ Ο Υ Ρ Ι Α Κ Α Ι Χ Ρ Υ Σ Α Φ Ι : Ν Ε Γ Ρ Ε ΠΟ Ν Τ Ε χτηκαν όξω αλλόφρονες και όρμησαν προς το φρούριο αναζητώντας τη σωτηρία. «ΗΑυγουστίνα! Τι θα γενεί η Αυγουστίνα;» ούρλιαξε ο Αντώνης για ν’ ακουστεί στον φίλο του, ενώ αποκάλυπτε έναν συμπολεμιστή σκεπασμένο από πέτρες. Σαν φανερώθηκε το κεφάλι, ο Αγγελής κατάλαβε πως ήταν ο φίλος και συνομήλικός τουΜάρκος, ναύτης σε κάποιο από τα πλοία των Βρατσάνων. Κι αν δεν είχαν παίξει πετροπόλεμο στα μικράτα τους! Είδε την έκφραση στα μουτζουρωμένα μούτρα του Αντώνη, έσυ- ρε προς τα κει το πονεμένο του ποδάρι και ένιωσε την ψυχή του να χωρίζεται στα τρία. Ένα κομμάτι στον πόλεμο, το άλλο στη μάνα και την αδελφή του, το τρίτο στον λαβωμένο. Έσκυψε να βοηθήσει τον Αντώνη που πολέμαγε να ξαλαφρώσει τονΜάρκο απ’ αυτά που είχαν πέσει πάνω του, ο κουρνιαχτός ακόμη δεν είχε κατακάτσει, βόλια κάθε τόσο έσχιζαν τον αέρα και σαν σε όνειρο άκουσε τον καπετάνιο να τους προειδοποιεί πως σε λίγο –τα ’ξερε αυτά, τα υπολόιζε–, σε λίγο θα έπεφτε κι άλλη μπόμπα. Και σαν απόσωσε τα λόγια, άφοβος ο καπετάνιος, έβγαλε το κεφάλι όξω από την πολε- μίστρα, έκανε τα χέρια χωνί και διάταξε όλοι οι άμαχοι να μαζευτούν απάνω. Έβλεπε πως τα στίφη των Τουρκαλβανών πύκνωναν όξω από τον περίβολο, θέμα λεπτών ήταν για να μπούνε μέσα. Ξεγραμ- μένοι όλοι τους, το ’ξερε πια καλά, τουλάχιστον να μην έπεφταν τα γυναικόπαιδα στα χέρια των αγρίων. «Η Αυγουστί…» πήγε να πει πάλι το καπετανόπουλο, αγωνιού- σε για το κορίτσι και την τύχη του άμα… Άμα δεν πρόλαβε να αποσώσει, πάγωσε η τελευταία συλλαβή πάνω στη διψασμένη του γλώσσα, όπως πάγωσε και το αίμα του. Μόλις είχαν γυρίσει τ’ ανάσκελα τον Μάρκο… Ξεροκατάπιε ο Αντώνης, μη και μετακινηθούν κάπως τα δυο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=