Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

23 Σ Κ Ο Υ Ρ Ι Α Κ Α Ι Χ Ρ Υ Σ Α Φ Ι : Ν Ε Γ Ρ Ε ΠΟ Ν Τ Ε θα μπορούσαν να αντέξουν; Θα πέθαιναν. Όλοι. Άμα δεν ήταν αυτό που τους λυπούσε τόσο, τη σκέψη τους βασάνιζε η τύχη των αμάχων που βρίσκονταν όξω από το κάστρο, γι’ αυτούς υπόφεραν πιότερο, πώς θα μπορούσαν να τους φυγαδεύσουν, πώς θα γινόταν να τους περνούσαν ανάμεσα από τον οχτρό; Αν ζούσε κανείς… Βάστηξαν γερά μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Όταν θα ’πεφτε το σκο- τάδι, θα σταματούσαν, θα ’παιρναν μιαν ανάσα, ευτυχώς το φεγγά- ρι είχε σβήσει πριν από δυο μέρες, ίσως κάτι να κατάφερναν. Ιούνης με τις πιο μεγάλες μέρες, μακάρι και να ερχόταν νωρίτερα τούτη η νύχτα! Όμως για κείνους δεν θα νύχτωνε ξανά ποτέ, την ώρα που ο ουρανός, τα βουνά, η θάλασσα κι η πλάση όλη είχαν βαφτεί μενε- ξεδιά και η γλύκα του δειλινού έκανε τις καρδιές να πλαντάζουν, εκείνη την ώρα που τα πουλιά παύουν να πετάνε και κουρνιάζουν στα βράχια αποκαμωμένα, τη μεγάλη στιγμή που σου ’ρχεται να βάλεις τα κλάματα από την τόση ομορφιά, η μπόμπα χτύπησε τον τοίχο που περιέβαλλε το φρούριο. Κουνήθηκε ολόκληρο, πήγε κι ήρθε σαν να ήταν φτιαγμένο από φύκια και κλαδάκια. Οι οχτροί είχαν στρέψει εναντίον τους τα κανόνια στον Αϊ-Νικόλα. Τα κανό- νια που είχαν για να υπερασπίζονται το νησί τους από τις επιδρο- μές…Ωρέ και πώς τα φέρνει έτσι η μαύρη τύχη! ΟΑγγελής, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, πρώτα άκουσε τα κρακ από τα κόκαλα των κρανίων και των στέρνων που έσπαγαν, ύστερα τα βογκητά των πληγωμένων και τις βρισιές των συμπολεμιστών και μετά συνειδητοποίησε πως πέτρες και καδρόνια είχαν πέσει πάνω τους, πως μια πόρτα είχε πλακώσει τον ίδιο, ενώ κονιορτός, βαρύς σαν κατάρα, τους τύφλωσε όλους. Είχε σηκωθεί ζαλισμένος από καταής αφού πρώτα ξεσφήνωσε το αριστερό του χέρι, ύστερα το αριστερό ποδάρι. Είχε σηκωθεί και κοιτούσε γύρω να βρει τι είχε γίνει, να δει πόσοι ζούσαν, πόσοι είχαν χαλαστεί.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=