Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε
22 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ «Τι είναι; Τι τρέχει;» Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι, στα μάτια του μέσα η από- γνωση σωριαζόταν ίδια με στάχτη. «Έφτασαν στα κανόνια του Αϊ-Νικόλα» είπε μετά από μικρό δισταγμό. «Βαστάτε, παλικάρια! Δύσκολα τα πράγματα, αλλά θα τα καταφέρουμε!» Η αλήθεια ήταν το καλύτερο όπλο, έπρεπε όλοι να γνωρίζουν. Έβγαλαν εκείνοι τους σκούφους, σφούγγισαν τα μέτωπα, σφούγ- γισαν και τα μάτια που έτσουζαν, μπορεί να ήταν από τους καπνούς, μπορεί από τον ιδρώτα, μπορεί και από τα δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα, μόνο το σάλιο είχε πήξει στα λαρύγγια, τόσες ώρες διψασμένοι. «Ωχ μάνα μου, πάει, τέλειωσε…» κλαψούρισε κάποιος, και ένας άλλος, ίσως και ο γεροντότερος, τον μάλωσε, γύρισε προς όλους, το έβλεπε –ανθρώποι ήταν– πως ο φόβος είχε πλακώσει τις ψυχές τους: «Πάψτε τις ακακιές * , μπρε! Ο τόπος τούτος ποτέ δεν θα γενεί τούρκικος! Διαταές, καπετάνιο!». Όλοι αναθάρρησαν, ήταν γενναίοι, δεν θα χάνονταν έτσι αμα- χητί. «Αγάντα! Αγάντα, παλικάρ…» φώναξε για να τους δώσει κουρά- γιο, αλλά κείνη τη στιγμή το φρούριο σείστηκε από την πρώτη μπό- μπα. Η άνιση μάχη κράτησε ώρες πολλές. Οι πολιορκημένοι, Ψαριανοί και Θεσσαλομακεδόνες που είχαν έρθει να τους βοηθήσουν, ίσαμε τρεις χιλιάδες όλοι κι όλοι κάτω από το αδυσώπητο λιοπύρι πολεμούσαν σαν σκυλιά, γέμιζαν, βαρούσαν, κρύβονταν, ξαναγέμιζαν κι ας ήξεραν, ας ήταν ολοφάνερο πια πως το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο. Κλεισμένοι εκεί μέσα πόσο καιρό * Ανοησίες, στο τοπικό ιδίωμα.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=