Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

21 Σ Κ Ο Υ Ρ Ι Α Κ Α Ι Χ Ρ Υ Σ Α Φ Ι : Ν Ε Γ Ρ Ε ΠΟ Ν Τ Ε τα τζιέρια–, και τον έπιανε τρέλα που δεν μπόραγαν να βοηθήσουν τους ζωντανούς, να θάψουν τους νεκρούς. Ξαφνικά –και τι σου είναι ο νους τ’ ανθρώπου, πώς ξεφεύγει, πώς χάνεται καμιά φορά!–, ξαφνικά έφτασε ένα και μόνο γκάρισμα να ξεχαστεί για λίγο, να ονειρευτεί τα παλιά. Ή μήπως τούτη είναι η άμυνα της ψυχής, μη διαλυθεί, μη και σπάσει σε χίλια κομμάτια; Είδε λοιπόν το παλικάρι, μέσα σε ένα χρυσό φως, είδε τον εαυτό του μικρό, μπορεί και να μην είχε πάει ακόμη στο σχολειό, σε κείνο που ο παπα-Χρυσόστομος, καλόγερος από την Παναγιά, τους μά- θαινε τα γράμματα, ξαναείδε σαν να ήταν χτες τον εαυτό του καβά- λα στον μαύρο γάιδαρο του μπάρμπα του. Που και εκείνος είχε χαθεί νέος, τόσο νέος, τον είχε καταπιεί η θάλασσα. Όπως όλο του το σόι, θαρρείς. Τραβούσαν για το μοναστήρι, λέει, καλοκαίρι, ζέστα και τζιτζίκια, οι σαύρες λιάζονταν στις πέτρες, ο τόπος μοσχοβο- λούσε θυμάρι, η μάνα είχε στο βυζί την Αυγουστίνα. «Βάλε το παιδί πάνω στον Καρά» είχε ορμηνέψει τον αδελφό της που της πρότεινε να καβαλήσει εκείνη, να ξεκουραστεί τώρα που βύζαινε. «Βάλε το παιδί, είναι αδύναμο, δεν το βλέπεις;» και τον είχε αγκαλιάσει με ένα σπάνιο χαμόγελό της. «Μάνα» δάκρυσε ο Αγγελής. «Μάνα, με την πίκρα σκαλωμένη στα χείλη σου πάντα. Όμως η έγνοια σου φτερούγα στο πλευρό μου, μάνα, στήριγμα ακλόνητο». Έπιασε τον μαλαματένιο σταυρό που είχε κρεμασμένο στο στήθος, έψαξε τα λόγια της προσευχής μα δεν τα βρήκε εντός του. Ας τους βοηθούσε ο Θεός, αυτό ευχήθηκε, ούτε ικεσία ούτε τίποτα, οι ακτίνες του ήλιου τού τρυπούσαν το κρανίο σαν πυρωμένα καρφιά και άκουγε το σούρσιμο των βημάτων του θανάτου καθώς περιδιάβαινε το νησί τους με ματωμένη χατζάρα στο χέρι. Κάτι έλεγε ο συλλοϊσμένος καπετάνιος πιο πέρα και έτσι, με τη φωνή εκείνου, βγήκε ο Αγγελής από την παραίσθηση. Μα δεν πρό- καμε να ρωτήσει, ξαφνικά βροχή άρχισαν να πέφτουν τα φυσέκια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=