Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε
20 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ βονταν στα πουρνάρια. Εξαντλημένοι όλοι τους από την αγωνία και τον φόβο, ογδόντα ωρών αϋπνία κουβαλούσαν στα πρησμένα βλέ- φαρα, μήτε για ένα λεπτό δεν είχαν κλείσει μάτι. Μαυρισμένα τα μούτρα και οι τραχηλιές από το μπαρούτι, μουσκεμένα στον ιδρώτα τα σκουφιά, τα δάχτυλα ματωμένα από το κράτημα της μπιστόλας και του σισανέ. Κοφτές οι ανάσες, λαχανιασμένες οι φωνές, δίψα και πείνα βασανιστικές – άδειοι οι μπούρμπουλες * , άδεια και τα μπουρνιά ** , ποιος να βρει χρόνο να τα γιομίσει, αν υποθέσουμε πως ακόμη υπήρχε κάπου νερό. Πόσο μπορεί να βάσταγαν; Προσπαθούσε να ξαποστάσει λίγο ο Αγγελής από τον κάματο της μάχης, που και μάχη κανονική δεν ήταν, ενώ η αμφιβολία τού ροκάνιζε την ψυχή. Μήπως θα ήταν σωστότερο να είχε στείλει τη μάνα και την αδελφή του στο μοναστήρι της Θεοτόκου *** που βρι- σκόταν μακριά, σκαρφαλωμένο στο βουνό και σε μέρος τόσο δύσκο- λο να τ’ ανεβείς που, αν δεν ήξευρες το μονοπάτι, δεν το έβρισκες, άρα πώς να τα κατάφερνε ο οχτρός; Να, τέτοια υπολόγιζε μέσα στην παραζάλη, αυτά τον έτρωγαν, ήταν ο μοναδικός προστάτης τους και ίσως έπρεπε να είχε φερθεί αλλιώς, ίσως να…Τι να; Σάμπως κι ήξερε τι έπρεπε να κάνει; Σά- μπως έτσι όπως είχαν έρθει τα πάνω κάτω ποιος να κάτεχε το σωστό; Στα αυτιά του έφταναν τα βογκητά όσων δεν είχαν την τύχη να πεθάνουν από τη χατζάρα μια και καλή και τώρα κείτονταν πληγω- μένοι κάτω από τον καυτό ήλιο. Άκουε και τα σκυλιά να αλυχτάν λες και προμήνυαν ακόμα μεγαλύτερο κακό, άκουε και τα θαλασσο- πούλια που έκρωζαν ανατριχιαστικά, τα φανταζόταν να ορμούν στα κουφάρια –μέχρις εκεί πάνου έφτανε η αποφορά και τους ανακάτευε * Στάμνες, στο τοπικό ιδίωμα. ** Πιθάρια, στο τοπικό ιδίωμα. *** Μονή Κοίμησης Θεοτόκου, έτος ίδρυσης 1780.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=