Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

15 Σ Κ Ο Υ Ρ Ι Α Κ Α Ι Χ Ρ Υ Σ Α Φ Ι : Ν Ε Γ Ρ Ε ΠΟ Ν Τ Ε τούτη η μεγάλη γιορτή ήταν η μοναδική περίπτωση που η μάνα επέτρεπε τη διασκέδαση στην ίδια και στα παιδιά της, ορφανά τα είχε αναθρέψει και δεκαπέντε χρόνια τώρα το πένθος δεν το ’βγαζε από πάνω ούτε και από μέσα της. Γι’ αυτό και δεν είχε αφήσει μέχρι τα τότες τον γιο της να φύγει στα καράβια, όπως έκαναν όλοι οι νέοι του νησιού, βαρύ το φορτίο να τα μεγαλώσει μόνη, μα πιο βαρύ να έχανε και εκείνον. Έφτανε και περίσσευε που άντρα, πατέρα και δυο αδέλφια τούς είχε καταπιεί η λάμια η θάλασσα – μαύρη η μοίρα της, πιο μαύρη των αρσενικών της οικογένειάς της! Δεν είχε αφήσει τον Αγγελή κι ας ήταν ασήκωτη η φτώχεια τους, κι ας στέναζε το παιδί κάθε τόσο που άλειφε πίσσα στα πλεούμενα με τα οποία ποτέ δεν θα ταξίδευε, κι ας αρμένιζαν στα μάτια του ξένες θάλασσες, ας πρασίνιζαν μέσα του ξένοι τόποι με δασωμένα βουνά. Να, τέτοια σκεφτόταν καθώς κατέβαινε προς τον γιαλό ο Αγ- γελής, παρά τη μεγάλη αγάπη που είχε για τον τόπο του, ήταν νέος και έβραζε το αίμα του, ποθούσε να ανοίξει τα φτερά και να πετάξει μακριά. Ήταν όμως το καθήκον απέναντι στη μάνα και την αδελφή που τον κρατούσε καθηλωμένο στο νησί, κατά συνέπεια σε μια ζωή χωρίς περιπέτεια και χωρίς χαΐρι, φυσικά. Τέτοια σκε- φτόταν και κόντευε να φτάσει, έτσι κι αλλιώς τρεις δρασκελιές δρόμος ήταν, βιαζόταν, ήθελε να μάθει τα καθέκαστα · αν έφευγε ο Τούρκος, θα άλλαζαν τα πάντα, ο νους του πλημμύρισε ξαφνικά από το όραμα της λευκής σημαίας με τον γαλάζιο σταυρό να ανε- μίζει πάνω στο φρούριο. Κι όπως χοροπηδούσε σαν το κατσίκι σκάλωσε η βράκα του σε μια ξερολιθιά και σκίστηκε, θα τον κατσά- διαζε πάλι η μάνα, δεν έπαιρνε άλλα μπαλώματα πια, αλλά κείνη τη στιγμή τίποτα δεν τον ένοιαζε, η ψυχή του ήδη πετάριζε στον γαλανό ουρανό και άρπαξε το χέρι που του έτεινε ο Αντώνης σαν ανταμώθηκαν στη στροφή του μονοπατιού. Του Αντώνη του ομο-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=