Να θυμηθώ να παραγγείλω

ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ ΝΑ ΠΑΡΑΓΓΕΙΛΩ 15 μεσα στα είκοσι πέντε με τριάντα, κι εγώ είχα περάσει τον μέσο όρο. Έπρεπε να το πάρω απόφαση, δεν μπορούσα να κουράζω τους φίλους. Άλλωστε, όλο εκείνο το χάος με τα παιδιά, τις γιαγιάδες, τα οικογενειακά μεσημεριανά τραπέζια όπου σε σύστηναν πάντα «η καλή μας φίλη»,όπου οι γυναίκες σε κοι- τούσαν καχύποπτα,δεν το μπορούσα. Έβλεπα πίσω από τα βλέμματα συμπάθειας των συζύγων την κρυφή ανησυχία: Τι δουλειά έχει μια γυναίκα μόνη με μια οικογένεια; Ίσως και να είχαν δίκιο. Έτσι, έμεινα στην Αθήνα. Μου άρεσε η Αθήνα το καλοκαίρι.Η πόλη όπως θα ’πρεπε να είναι όλο τον χρόνο. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει το τσιμέ- ντο να σκεπάσει τις μυρωδιές της φύσης,εκείνη έβρισκε πά- ντα τρόπο να δείχνει την υπεροχή της. Περπατούσα στα στενά της Καλλιθέας, βγαίνοντας για ταξί,και με έπνιγαν οι μυρωδιές από το γιασεμί στα μπαλκό- νια και τα λουλούδια από τις τζιτζιφιές στους δρόμους. Ναι, είχαν επιζήσει κάποιες, τουλάχιστον στον δικό μου τον δρό- μο, και από τις δυο πλευρές φούντωναν οι φυλλωσιές τους. Τι κι αν τις κατούραγαν οι σκύλοι, έδεναν με αλυσίδες μηχα- νάκια πάνω τους, τις κλάδευαν οι μεθυσμένοι… Αυτές εκεί, κάθε καλοκαίρι μοσκοβολάγανε. Άδεια Αθήνα. Ποτέ άλλοτε, όσο θυμόμουν τον εαυτό μου, δεν είχα δει στην Αθήνα τόσο πολλά άδεια ταξί.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=