Να θυμηθώ να παραγγείλω
16 ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ Κίτρινα φωτάκια «ελεύθερον» που γάζωναν τη λεωφόρο. Ποιο να πρωτοπάρεις; Σήκωσα διστακτικά το χέρι μου. Πα- λιά δεν προλάβαινα να σηκώσω το χέρι και σταμάταγαν οι γιωταχήδες, κατέβαζαν το τζάμι, «πού πηγαίνετε, δεσποι- νίς;», πρόθυμοι να σε εξυπηρετήσουν. Ωραίες εποχές! Δεν λέω, ήμουνα μπάνικη για την εποχή μου, ψηλή και ξανθιά, για Σουηδέζα με περνάγανε, αλλά φαίνεται πως η ιατρική έχει την κατάρα να ασχημαίνει τους ανθρώπους. Κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη – στεγνή, αδιάφορη, χωρίς σεξα- πίλ.Και οι άλλοι κάτι ανάμεσα στο να σε φοβούνται και να σε σέβονται. Σταμάτησε ένας ηλικιωμένος κύριος με προφορά. «Ομογενής από Οδησσό είμαι, έκανα επιτέλους πραγμα- τικότητα το όνειρό μου να έρθω στην πατρίδα, και να τα χαΐ- ρια μου». Έκατσα πίσω. Έστριψε στην ανισόπεδη για τη Συγγρού. Ήθελα να κατέβω στο κέντρο,μου αρέσει να περπατάω μόνη μου, να χαζεύω τις φωτισμένες βιτρίνες, όσες δεν είναι άδειες ή με κατεβασμένα ρολά. Σόλωνος και Μπενάκη, στην κατηφόρα, σταματήσαμε. Το ταξίμετρο έγραφε 6,20. Του άφησα δεκάρικο.Πήγε να βγάλει ρέστα. «Ευχαριστώ» του εί- πα.Χάρηκε. Στην Μπενάκη ένας σερβιτόρος με ποδιά είχε τραβήξει ένα λάστιχο ποτίσματος από το μαγαζί και πότιζε τον δρόμο με μια προσήλωση σαν να πότιζε κήπο. Σοβαρός, ακριβής,
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=