Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου
A N D R É A C I M A N 12 τον εαυτό τους, ενώ η Μαφάλντα, η οποία το μάθαινε πάντα τελευταία στιγμή, σέρβιρε το συνηθισμένο φαγητό. Οπατέρας μου, μάλλον συγκρατημένος και ντροπαλός μεταξύ μας, δεν αγαπούσε τίποτα περισσότερο απ’ το να φιλοξενεί κάποιον χαρισματικό ανερχόμενο επιστήμονα, να συζητά μαζί του σε διάφορες γλώσσες κάτω από τον καυτό ήλιο, και μετά από μερικά ποτήρια rosatello, να καταλήγει στην αναπόφευκτη απογευματινή ραστώνη. Το αποκαλούσαμε η αγγαρεία του δεί- πνου – κι έπειτα από λίγο καιρό, το ίδιο έκαναν και οι περισ- σότεροι από τους καλεσμένους μας των έξι εβδομάδων. Ίσως να ξεκίνησε λίγο μετά την άφιξή του, κατά τη διάρκεια κάποιου από εκείνα τα εξουθενωτικά γεύματα, όταν κάθισε δίπλα μου και τελικά αντιλήφθηκα ότι, παρά το ελαφρύ μαύ- ρισμα που είχε αποκτήσει στη διάρκεια μιας σύντομης διαμο- νής στη Σικελία νωρίτερα εκείνο το καλοκαίρι, το χρώμα στις παλάμες του ήταν το ίδιο με εκείνο των άσπρων, μαλακών του φτερνών, όπως και του λαιμού του, και του κάτω μέρους των μπράτσων του, που δεν είχαν εκτεθεί πολύ στον ήλιο. Ένα σχεδόν ανοιχτό ροζ, γυαλιστερό και απαλό όπως η κοιλιά μιας σαύρας. Απόκρυφο, αγνό, ανέγγιχτο, σαν το κοκκίνισμα στο πρόσωπο ενός αθλητή ή την άφιξη της αυγής έπειτα από μια νύχτα με καταιγίδα. Μου έλεγε πράγματα για εκείνον που δεν θα σκεφτόμουν να ρωτήσω ποτέ. Ίσως να ξεκίνησε στη διάρκεια εκείνων των ατελείωτων ωρών μετά το γεύμα, όταν όλοι περιφέρονταν με τα μαγιό τους μπαινοβγαίνοντας στο σπίτι, σώματα απλωμένα πα- ντού, σκοτώνοντας τον χρόνο τους προτού κάποιος προτεί-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=