Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου

9 «Μιλάμε αργοτερα!» Οι λέξεισ, η φωνή, το ύφος. Δεν είχα ακούσει κάποιον άλλον ως τότε να χρησιμοποιεί αυτή τη φράση ως αποχαιρετισμό. Ακουγόταν σκληρή, βά- ναυση και απορριπτική, με τη συγκαλυμμένη αδιαφορία όσων μπορεί και να μη νοιάζονται αν θα σε ξαναδούν ποτέ. Είναι το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από κείνον, και μπο- ρώ να το ακούσω ακόμα και σήμερα. Μιλάμε αργότερα! Κλείνω τα μάτια μου, προφέρω τη φράση, και επιστρέφω στην Ιταλία, τόσα χρόνια πίσω, περπατώντας στη δεντροφυ- τεμένη είσοδο, βλέποντάς τον να βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο, με ένα φαρδύ μπλε πουκάμισο, ορθάνοιχτο γιακά, γυαλιά ηλίου, ψάθινο καπέλο – γυμνό δέρμα παντού. Ξαφνικά μου σφίγγει το χέρι και μου παραδίδει το σακίδιό του, ξεφορτώ- νοντας τη βαλίτσα του απ’ το πορτμπαγκάζ, ρωτώντας αν ο πατέρας μου είναι στο σπίτι. Ίσως να άρχισε εκεί, ακριβώς τότε· το πουκάμισο, τα γυ- ρισμένα μανίκια, οι στρογγυλεμένες του φτέρνες που μπαι- νόβγαιναν στις φθαρμένες του εσπαντρίγιες, πρόθυμες να δοκιμάσουν το ζεστό χαλίκι στο μονοπάτι που οδηγούσε σπί- τι μας, εκείνος ρωτώντας ήδη, σε κάθε του βήμα, Προς τα πού είναι η παραλία; Ο καλεσμένος αυτού του καλοκαιριού. Άλλη μια αγγαρεία.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=