Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου

A N D R É A C I M A N 20 Πάντοτε γυμναζόταν, ακόμα και όταν ήταν άρρωστος· θα γυ- μναζόταν και στο κρεβάτι αν δεν γινόταν αλλιώς. Ακόμα και όταν είχε κοιμηθεί με κάποιο καινούργιο άτομο το προηγού- μενο βράδυ, έλεγε, θα έβγαινε και πάλι για τζόκινγκ νωρίς το πρωί. Η μοναδική φορά που δεν γυμνάστηκε ήταν όταν είχε κάνει εγχείρηση. Όταν τον ρώτησα γιατί είχε εγχειριστεί, η απάντηση που είχα ορκιστεί να μην του αποσπάσω ποτέ ξανά με βρήκε στο δόξα πατρί σαν ένας φασουλής με απειλητικό χαμόγελο που πετάγεται απ’ το κουτί του. «Μιλάμε αργότερα». Ίσως να είχε λαχανιάσει και να μην ήθελε πολλές κουβέντες, ή απλά να ήθελε να συγκεντρωθεί στο τρέξιμο και στο κολύμπι. Ή ίσως να ήταν ο τρόπος του να με παροτρύνει να κάνω το ίδιο – κάτι εντελώς ακίνδυνο. Υπήρχε ωστόσο κάτι ταυτόχρονα απωθητικό και κρύο στην ξαφνική απόσταση που τρύπωνε ανάμεσά μας τις πιο ανύπο- πτες στιγμές. Ήταν σχεδόν λες και το έκανε επίτηδες· με άφη- νε μπόσικο, ολοένα και πιο πολύ, μέχρι που μου τραβούσε τα λουριά, αφαιρώντας κάθε ψευδαίσθηση συντροφικότητας. Το ατσάλινο βλέμμα επέστρεφε πάντα. Μια μέρα, καθώς έκανα εξάσκηση στην κιθάρα, εκεί όπου βρισκόταν το «τρα- πέζι μου» στον πίσω κήπο δίπλα στην πισίνα, κι εκείνος ήταν ξαπλωμένος στο γρασίδι, το αναγνώρισα αμέσως. Με κοιτού- σε για ώρα καθώς εγώ έκανα ασκήσεις δαχτύλων, και όταν σήκωσα ξαφνικά το πρόσωπο για να δω αν του άρεσε το παί- ξιμό μου, ήταν και πάλι εκεί: κοφτερό, σκληρό σαν αστρα- φτερή λεπίδα που έμπαινε ακαριαία στο θηκάρι της, τη στιγ- μή που το θύμα την αντιλαμβανόταν. Μου χαμογέλασε αδιά- φορα, σαν να έλεγε, Δεν μπορώ να το κρύψω πια . Μείνε μακριά του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=