Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου

A N D R É A C I M A N 18 πόδια του που δεν είχαν ακουμπήσει ποτέ σε κάποια άγρια επιφάνεια κατά τη διάρκεια της ζωής τους – και τα μάτια του, τα οποία, όταν το άλλο, το πιο ευγενικό βλέμμα τους έπεφτε πάνω σου, έμοιαζαν να δημιουργούν κάτι σαν το Θαύμα της Ανάστασης. Δεν μπορούσες να τα κοιτάξεις για πολύ, έπρεπε ωστόσο να τα κοιτάξεις, για να εξακριβώσεις τον λόγο που συνέβαινε αυτό. Μάλλον τον κοίταξα κι εγώ με παρόμοιο τρόπο. Για δύο μέρες οι συζητήσεις μας διακόπηκαν. Στο μακρύ μπαλκόνι που μοιράζονταν οι κρεβατοκάμαρές μας, αποφεύγαμε ο ένας τον άλλον· απλώς ένα τυπικό γεια, καλημέρα, ωραίος καιρός, ρηχές κουβεντούλες. Κι έπειτα, χωρίς λόγο, τα πράγματα επανήλθαν. Ήθελα να πάω για τζόκινγκ εκείνο το πρωί; Όχι, μάλλον όχι. Καλά, ας πάμε για μπάνιο τότε. Σήμερα, ο πόνος, το σκάλισμα της φωτιάς, η έξαψη μιας νέας γνωριμίας, η υπόσχεση της τόσης ευτυχίας που κρύβεται στην απόσταση της ρώγας ενός δάχτυλου, τα αγγίγματα με ανθρώπους που ίσως δεν διάβαζα σωστά αλλά που δεν ήθελα να χάσω και έπρεπε να πιθανολογώ τις κινήσεις τους κάθε λεπτό, η απελπισμένη πονηριά που επιστρατεύω μπροστά σε εκείνους που ποθώ και που δεν θέλω να τους χάσω, τα πέπλα που παρεμβάλλω ανάμεσα σε εμένα και στον κόσμο, όχι ένα και δύο, αλλά πάμπολλα, όπως οι συρόμενες πόρτες από ρυ- ζόχαρτο ενός ολόκληρου γιαπωνέζικου σπιτιού, η ανάγκη να εξετάζω ξανά και ξανά όσα δεν έχουν εκφραστεί καν – όλα αυτά άρχισαν το καλοκαίρι που ήρθε ο Όλιβερ στο σπίτι μας. Είναι αποτυπωμένα σε κάθε τραγούδι που ήταν σουξέ εκείνο το καλοκαίρι, σε κάθε μυθιστόρημα που διάβασα κατά τη διάρ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=