Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου
A N D R É A C I M A N 16 λάτρευαν την ιδέα αυτή– να τον πάω στο Σαν Τζιάκομο, και να ανεβούμε στο καμπαναριό που είχαμε ονομάσει Του Θα- νατά, κατάλαβα ότι έπρεπε να είχα ετοιμάσει εξ αρχής κάποιο εναλλακτικό σχέδιο. Νόμισα πως θα τον έφερνα με τα νερά μου, απλά και μόνο δείχνοντάς του τη θέα της πόλης, τη θάλασσα, την απεραντοσύνη του ορίζοντα. Αλλά όχι. Μιλάμε! Ίσως όμως και να ξεκίνησε αργότερα απ’ ό,τι νόμιζα, χωρίς να το έχω πάρει χαμπάρι. Κοιτάζεις κάποιον, αλλά δεν τον βλέπεις πραγματικά, βρίσκεται στο φόντο. Ή τον προσέχεις, αλλά δεν γίνεται το κλικ, δεν «παίρνεις μπρος», και πριν κα- λά καλά αντιληφθείς την παρουσία του ή εκείνο που σε προ- βληματίζει, οι έξι εβδομάδες που ήταν διαθέσιμες έχουν σχε- δόν περάσει και στην ουσία αγωνίζεσαι να συμβιβαστείς με ένα γεγονός το οποίο, χωρίς να το έχεις καταλάβει, σιγόβρα- ζε για καιρό κάτω απ’ τη μύτη σου, και έχει όλα τα συμπτώ- ματα αυτού που τελικά είσαι αναγκασμένος να αποκαλέσεις ποθώ . Πώς μπόρεσα να μην το καταλάβω, αναρωτιέσαι. Ξέρω τον πόθο όταν τον βλέπω – κι ωστόσο, τούτη τη φορά, μου διέφυγε εντελώς. Πήγαινα να σχηματίσω και πάλι το ύπουλο χαμόγελο που φώτιζε άξαφνα το πρόσωπο εκείνου, κάθε φο- ρά που διάβαζε τη σκέψη μου, όταν συνειδητοποίησα ότι το μόνο που ήθελα πραγματικά ήταν σώμα, μονάχα σώμα. Στο δείπνο, το τρίτο βράδυ, ένιωσα ότι με κοιτούσε έντο- να την ώρα που εξηγούσα τους Επτά Λόγους του Χριστού στον σταυρό του Χάιντν, τους οποίους μετάγραψα στην κιθάρα. Ήμουν δεκαεφτά εκείνο το καλοκαίρι, και ως ο μικρότερος του τραπεζιού και ο τελευταίος που συνήθως ακουγόταν η
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=