Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου

Ν Α Μ Ε Φ Ω Ν Α Ζ Ε Ι Σ Μ Ε Τ ’ Ο Ν Ο Μ Α Σ Ο Υ 15 «Βασικά, τον χειμώνα το μέρος γίνεται πολύ γκρίζο και σκοτεινό. Ερχόμαστε για τα Χριστούγεννα. Κατά τα άλλα είναι μια πόλη-φάντασμα». «Και τι άλλο κάνετε τα Χριστούγεννα, εκτός απ’ το να ψή- νετε κάστανα και να πίνετε έγκνογκ;» Με πείραζε. Του έδειξα το ίδιο χαμόγελο όπως και πριν. Κατάλαβε, δεν είπε τίποτα, και γελάσαμε. Ρώτησε τι έκανα εγώ. Έπαιζα τένις. Κολυμπούσα. Έβγαινα τα βράδια. Έκανα τζόκινγκ. Μετέγραφα μουσική. Διάβαζα. Είπε ότι κι εκείνος έκανε τζόκινγκ. Νωρίς τα πρωινά. Πού πηγαίνει κανείς για τζόκινγκ εδώ πέρα; Στην περαντζάδα, κατά κύριο λόγο. Μπορούσα να του δείξω, αν ήθελε. Μου το πέταξε στα μούτρα την ώρα που άρχιζα να τον συμπαθώ. «Μιλάμε, λοιπόν». Είχα βάλει το διάβασμα τελευταίο στη λίστα, θεωρώντας ότι, με το πεισματάρικο, θρασύ στιλ που είχε δείξει ως τώρα, το διάβασμα θα ήταν και για κείνον τελευταίο. Λίγες ώρες αργότερα, όταν έμαθα ότι είχε μόλις τελειώσει το γράψιμο ενός βιβλίου για τον Ηράκλειτο και ότι πιθανότατα το «διάβα- σμα» δεν έπαιζε ασήμαντο ρόλο στη ζωή του, συνειδητοποίη- σα ότι έπρεπε να το πάρω πίσω με έξυπνο τρόπο, κάνοντάς τον να καταλάβει ότι τα γούστα μας ήταν παρόμοια. Εκείνο που με αναστάτωσε, ωστόσο, δεν ήταν η εντυπωσιακή κωλο- τούμπα που έπρεπε να εκτελέσω. Ήταν η διαδοχή των ανε- πιθύμητων δισταγμών μου, οι οποίοι αποτελούσαν ένδειξη, τόσο τότε, όσο και στην αδιάφορη κουβέντα μας στις ράγες, ότι απ’ την αρχή προσπαθούσα, χωρίς καν να το παραδέχομαι, να κερδίσω την εύνοιά του, δίχως καμιά επιτυχία. Όταν τελικά προσφέρθηκα –μιας και όλοι οι επισκέπτες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=