Μ' αγαπάει δεν μ' αγαπάει
13 Π ριν από πολλά χρόνια, τότε που τα τρένα δεν είχαν σταµατήσει ακόµη τα δροµολόγιά τους σε τόσες πολ λές από τις µικρές επαρχιακές πόλεις, µια γυναίκα µε πλα τύ, γεµάτο φακίδες µέτωπο και σγουρά κοκκινωπά µαλλιά µπήκε στον σιδηροδροµικό σταθµό και ζήτησε πληροφο ρίες για το πώς µπορούσε να στείλει οδικώς κάποια έπιπλα. O υπάλληλος του σταθµού είχε τη συνήθεια να πειράζει τις γυναίκες, ειδικά τις άσχηµες, που φαίνονταν να το εκτιµούν. «Έπιπλα;» είπε λες και αναρωτιόταν πώς στο καλό τής ήρθε µια τέτοια ιδέα. «Τέλος πάντων. Λοιπόν, για τι είδους έπιπλα µιλάµε;» «Μια τραπεζαρία και έξι καρέκλες. Ένα πλήρες σετ κρε βατοκάµαρας, ένα ντιβάνι, ένα τραπεζάκι σαλονιού, πλαϊ νά τραπεζάκια, ένα φωτιστικό δαπέδου. Και µια βιτρίνα για τα γυαλικά κι ένας µπουφές». «Μωρέ µπράβο! Oλόκληρο νοικοκυριό». «Όχι ακριβώς, ας µην τα παραλέµε» είπε η γυναίκα. «Δεν υπάρχουν κουζινικά και µιλάµε µόνο για µια κρεβα τοκάµαρα». Τα δόντια της στριµώχνονταν το ένα πλάι στο άλλο στο µπροστινό µέρος του στόµατός της, έτοιµα για καβγά. «Θα χρειαστείτε το φορτηγό» της είπε. «Όχι, θέλω να τα στείλω µε το τρένο. Δυτικά, στο Σα σκατσιουάν».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=