Μ' αγαπάει δεν μ' αγαπάει

Μ ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι Δ Ε Ν Μ ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι 27 «Πού τον γνωρίσατε;» είπε η γυναίκα µ’ εκείνο τον τό­ νο της αόριστα µελαγχολικής ευθυµίας ακόµη στη φωνή της. «Πώς κλείσατε το πρώτο σας ραντεβού;» «Μέσω της οικογένειας» είπε µε ειλικρίνεια η Τζοάνα. Δεν σκόπευε να πει τίποτε άλλο, αλλά άκουσε τον εαυτό της να συνεχίζει: «Στο Γουέστερν Φέαρ 1 . Στο Λόντον». «Στο Γουέστερν Φέαρ» είπε η γυναίκα. «Στο Λόντον». Σαν να έλεγε «στον χορό του Παλατιού». «Είχαµε µαζί την κόρη του και τη φίλη της» είπε η Τζοά­ να, κάνοντας τη σκέψη πως κατά κάποιον τρόπο θα ήταν ακριβέστερο να πει ότι εκείνος, η Σάµπιθα και η Ίντιθ είχαν εκείνη, την Τζοάνα, µαζί τους. «Ε, λοιπόν, µπορώ να πω πως η µέρα µου δεν πήγε χαµένη. Έδωσα το φόρεµα που θα φορέσει µια ευτυχισµέ­ νη νύφη. Και µόνο αυτό είναι αρκετό για να δικαιολογήσει την ύπαρξή µου». Η γυναίκα έδεσε µια στενή ροζ κορδέλα γύρω από το κουτί του φορέµατος, φτιάχνοντας έναν µε­ γάλο, ολωσδιόλου περιττό φιόγκο, κι ύστερα της έδωσε µια και την έκοψε µε το ψαλίδι. «Κάθοµαι εδώ µέσα όλη µέρα» είπε. «Και µερικές φορές αναρωτιέµαι τι νοµίζω πως κάνω. Τι νοµίζεις ότι κάνεις εδώ; λέω από µέσα µου. Φτιάχνω καινούργια βιτρίνα, κά­ νω µια το ένα και µια το άλλο για να τραβήξω τον κόσµο να µπει, αλλά είναι κάτι µέρες –µέρες ολόκληρες – που δεν βλέπω ψυχή να µπαίνει από αυτή την πόρτα. Ξέρω, ξέρω, ο κόσµος πιστεύει πως αυτά τα ρούχα είναι πολύ ακριβά – αλλά είναι καλά . Είναι καλά ρούχα. Αν θέλεις ποιότητα πρέπει να την πληρώσεις».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=