Μ' αγαπάει δεν μ' αγαπάει
M ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι Δ Ε Ν Μ ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι 26 αντάµειβε. Σαχλαµάρες, δηλαδή. Δουλειά της γυναίκας ήταν να πουλάει ρούχα κι αυτό ακριβώς είχε πετύχει µόλις τώρα. «Α!» φώναξε η γυναίκα. «Α, αυτό είναι θαυµάσιο». Nαι, θα µπορούσε να είναι, σκέφτηκε η Τζοάνα, αλλά θα µπορούσε και να µην είναι. Θα µπορούσε να ετοιµαζό ταν να παντρευτεί τον πρώτο τυχόντα. Κάποιον ελεεινό αγρότη που ήθελε να έχει κοντά του ένα εργατικό άλογο ή κάποιον ασθµατικό µισοπαράλυτο γέρο που ζητούσε µια νοσοκόµα. Η γυναίκα αυτή δεν είχε ιδέα τι είδους άντρα είχε τυλίξει η Τζοάνα, κι ούτε ήταν άλλωστε δουλειά της. «Το βλέπω πως είναι γάµος από έρωτα» είπε η γυναίκα, λες και είχε διαβάσει όλες αυτές τις θυµωµένες σκέψεις. «Γι’ αυτό έλαµπαν τα µάτια σας στον καθρέφτη. Το τύλιξα ολόκληρο σε λεπτό χαρτί, το µόνο που έχετε να κάνετε είναι να το βγάλετε, να το κρεµάσετε και το υλικό θα πέσει όµορφα. Μόνο σιδερώστε το ελαφρά, αν θέλετε, αλλά µάλ λον ούτε αυτό δεν θα χρειαστεί». Ύστερα ήρθε η ώρα να δοθούν τα χρήµατα. Έκαναν κι οι δυο πως δεν κοιτάζουν, µολονότι κι οι δυο κοίταζαν. «Αξίζει τον κόπο» είπε η γυναίκα. «Μια φορά παντρεύε ται κανείς. Τέλος πάντων, δεν είναι πάντα αλήθεια αυτό–» «Στην περίπτωσή µου θα είναι αλήθεια» είπε η Τζοάνα. Το πρόσωπό της είχε αναψοκοκκινίσει, γιατί, στην πραγ µατικότητα, δεν είχε γίνει κανένας λόγος για γάµο. Oύτε καν στο τελευταίο γράµµα. Στη γυναίκα αυτή είχε αποκα λύψει κάτι που απλώς υπολόγιζε να γίνει κι αυτό µπορεί να της έφερνε γρουσουζιά.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=