Μ' αγαπάει δεν μ' αγαπάει
M ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι Δ Ε Ν Μ ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι 20 πάνω στη βιτρίνα. Σε µια εποχή που η έγνοια των περισ σότερων ανθρώπων ήταν να µαζεύουν τα φύλλα και να τα καίνε, εδώ τα φύλλα ήταν κάτι το διαλεχτό. Μια ταµπέλα µε µαύρα καλλιγραφικά γράµµατα ήταν κολληµένη διαγώ νια στο τζάµι, από τη µια άκρη του µέχρι την άλλη. Έλεγε: ΑΠΛΗ ΚOΜΨOΤΗΣ Η ΜOΔΑ ΤOΥ ΦΘΙNOΠΩΡOΥ Άνοιξε την πόρτα και µπήκε. Ευθεία µπροστά της στον ολόσωµο καθρέφτη είδε τον εαυτό της ντυµένο µε το υψηλής ποιότητας αλλά εντελώς αδιάφορο µακρύ παλτό της κυρίας Γουίλετς – και λίγα εκα τοστά άχαρες γυµνές γάµπες πάνω από τα σοσόνια. Το έκαναν επίτηδες, βέβαια. Έβαλαν εκεί τον καθρέφτη για να µπορείς να πάρεις µε την πρώτη µατιά µια καλή ιδέα των ελλείψεών σου κι ύστερα –ήλπιζαν– να βγάλεις κατευ θείαν το συµπέρασµα πως πρέπει ν’ αγοράσεις κάτι για ν’ αλλάξεις την εικόνα σου. Τόσο ολοφάνερο κόλπο, που θα την είχε κάνει να το βάλει στα πόδια αµέσως αν δεν είχε µπει αποφασισµένη, ξέροντας τι ήθελε ν’ αγοράσει. Κατά µήκος ενός τοίχου ήταν µια σειρά από βραδινά φορέµατα, όλα ταιριαστά για τις ωραίες του χορού µε τα τούλια και τους ταφτάδες τους, τα ονειρεµένα χρώµατά τους. Και πέρα απ’ αυτά, σε µια γυάλινη προθήκη ώστε να µην τα φτάνουν βέβηλα δάχτυλα, πέντ’ έξι νυφικά, κατά λευκος αφρός, σατέν βανίλια ή φιλντισένια δαντέλα, κε ντηµένα µε ασηµιές χάντρες ή µικροσκοπικές πέρλες.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=