Μ' αγαπάει δεν μ' αγαπάει
Μ ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι Δ Ε Ν Μ ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι 19 θύµιζε ήταν µια καλόγρια µε πολιτικά που είχε δει στην τηλεόραση να µιλάει για το ιεραποστολικό έργο που έκανε κάπου στη ζούγκλα – προφανώς, εκεί κάτω είχαν καταργή σει τα καλογερίστικα ρούχα γιατί τους ερχόταν πιο εύκολο για να σκαρφαλώνουν αποδώ κι αποκεί. Αυτή η καλόγρια χαµογελούσε πού και πού, για να δείξει πως σκοπός της θρησκείας είναι να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισµένους· ωστόσο, την περισσότερη ώρα ατένιζε το ακροατήριό της σαν να πίστευε πως οι υπόλοιποι άνθρωποι είχαν βρεθεί στον κόσµο αυτό κυρίως για να έχουν αυτήν αφεντικό. Ήταν και κάτι άλλο που είχε σκοπό να κάνει η Τζοάνα και όλο το ανέβαλλε. Σκόπευε να πάει στην µπουτίκ µε το όνοµα «Μιλέδη» και ν’ αγοράσει ένα φόρεµα. Ποτέ της δεν είχε µπει σ’ εκείνο το µαγαζί – όταν ήθελε ν’ αγοράσει κάτι, κάλτσες, ας πούµε, πήγαινε στο «Κάλαχανς – Ανδρι κά, Γυναικεία, Παιδικά». Είχε ένα σωρό ρούχα που τα είχε κληρονοµήσει από την κυρία Γουίλετς, ρούχα σαν κι αυτό το παλτό, που ήταν αθάνατο. Και η Σάµπιθα –το κορίτσι που φρόντιζε στο σπίτι του κυρίου Μακόλι– ήταν γεµάτη ακριβά αποφόρια από τις ξαδέρφες της. Στη βιτρίνα της «Μιλέδης» υπήρχαν δύο κούκλες που φορούσαν ταγέρ, κοντούτσικες φούστες και σακάκια µε µεγάλες βάτες. Το ένα ταγέρ είχε χρώµα ξεθωριασµένο χρυσό και το άλλο γλυκό βαθυπράσινο. Μεγάλα φανταχτε ρά χάρτινα φύλλα σφενταµιού ήταν σκορπισµένα γύρω από τα πόδια της κάθε κούκλας και κολληµένα εδώ κι εκεί
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=