Μ' αγαπάει δεν μ' αγαπάει

M ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι Δ Ε Ν Μ ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι 18 γελο και χωρίς τίποτα να δείχνει ότι παραδεχόταν πως είχε πει µια γυναικεία ανοησία. «Το ελπίζω» είπε. «Ελπίζω να το ξέρουν». O υπάλληλος του σταθµού θα ισχυριζόταν, χωρίς δεύτερη σκέψη, πως ήξερε τους πάντες στην πόλη. Που σηµαίνει ότι ήξερε περίπου τους µισούς. Και οι περισσότεροι από εκείνους που ήξερε ήταν οι βασικοί, αυτοί που ήταν πραγ­ µατικά άνθρωποι «της πόλης» µε την έννοια ότι δεν είχαν φτάσει χτες και δεν σχεδίαζαν να φύγουν. Τη γυναίκα που πήγαινε στο Σασκατσιουάν δεν την ήξερε, γιατί η γυναίκα αυτή δεν πήγαινε στην εκκλησία του, ούτε δίδασκε τα παι­ διά του στο σχολείο, ούτε δούλευε σε κάποιο κατάστηµα, εστιατόριο ή γραφείο από αυτά που πήγαινε εκείνος. Oύτε ήταν παντρεµένη µε κάποιον άντρα από αυτούς που ήξερε από τις λέσχες, το Ελκς, το Όντφελος, το Λάιονς Κλαµπ ή την Oµοσπονδία. Μια µατιά στο αριστερό της χέρι την ώρα που έβγαζε τα λεφτά τού είχε µαρτυρήσει –κι εκείνος δεν απόρησε– πως δεν ήταν παντρεµένη µε κανέναν. Με τέτοια παπούτσια και τέτοια σοσόνια αντί για νάιλον κάλτσες, και χωρίς καπέλο ή γάντια τέτοια ώρα, απόγευµα, θα µπορούσε να είναι αγρότισσα. Δεν είχε όµως τον δισταγµό που έχουν συνήθως οι γυναίκες αυτές, την αµηχανία. Δεν είχε χωριά­ τικους τρόπους – για την ακρίβεια, δεν είχε καθόλου τρό­ πους. Του είχε φερθεί λες και ήταν µηχανή παροχής πληρο­ φοριών. Άλλωστε του είχε δώσει διεύθυνση πόλης – οδός Εξιµπίσιον. Για να πούµε την αλήθεια, το πρόσωπο που του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=