Μ' αγαπάει δεν μ' αγαπάει
Μ ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι Δ Ε Ν Μ ’ Α Γ Α Π Α Ε Ι 17 τρούσε µια γριά – τα κράτησε στο χέρι της και τα υπολόγι σε στα γρήγορα µε τα µάτια, αλλά µάντευες πως δεν της ξέφυγε ούτε δεκάρα. Ύστερα γύρισε κι έφυγε όλο αγένεια, χωρίς ούτε ένα γεια. «Τα λέµε την Παρασκευή» της φώναξε. Μια τόσο ζεστή σεπτεµβριάτικη µέρα κι η γυναίκα φο ρούσε ένα µακρύ γκριζόµαυρο παλτό κι ένα ζευγάρι χο ντροκοµµένα παπούτσια µε κορδόνια – και σοσόνια. O υπάλληλος έβγαζε καφέ από το θερµός του όταν εκεί νη επέστρεψε και χτύπησε ελαφρά τον γκισέ: «Τα έπιπλα που στέλνω» είπε. «Είναι όλα καλά έπιπλα, σαν καινούργια. Δεν θα ’θελα να γρατσουνιστούν ή να χτυ πηθούν ή τέλος πάντων να πάθουν οτιδήποτε. Oύτε θέλω να µυρίζουν σαν να βγήκαν από στάβλο». «Μην ανησυχείτε» είπε εκείνος. «O σιδηρόδροµος µε ταφέρει πολλές φορές πράγµατα για αποστολή. Και τα έπι πλα δεν τα µεταφέρει στα ίδια βαγόνια που µεταφέρει τα γουρούνια». «Μ’ ενδιαφέρει να φτάσουν εκεί στην ίδια καλή κατά σταση που έφυγαν αποδώ». «Πάντως, ξέρετε, µπορεί τα έπιπλα που αγοράζουµε να τα παίρνουµε από µαγαζί, αλλά κανείς δεν σκέφτεται ποτέ πώς φτάνουν στο µαγαζί. Σίγουρα δεν τα φτιάχνουν εκεί µέ σα, έτσι δεν είναι; Όχι. Τα φτιάχνουν κάπου αλλού, σε κάποιο εργοστάσιο, και µετά τα µεταφέρουν στο µαγαζί, και µάλιστα το πιθανότερο µε το τρένο. Αφού είναι έτσι, λοιπόν, δεν είναι λογικό να ξέρει ο σιδηρόδροµος πώς να τα φροντίσει;» Εκείνη συνέχισε να τον κοιτάζει χωρίς ούτε ένα χαµό
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=