μ.Χ.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ [ 28 ] Την περασμένη Τετάρτη κόντεψα να μην πάω στο μά- θημα γιατί έβρεχε καταρρακτωδώς. Το πανεπιστήμιο ήταν ακόμη πιο έρημο απ’ ό,τι είναι συνήθως στο τέλος της μέρας. Οι συχνές διακοπές ρεύματος που προκαλεί η κακοκαιρία με αποθάρρυναν να πάρω το ασανσέρ βγαί- νοντας από την αίθουσα. Φτάνοντας στον δεύτερο όρο- φο είδα έναν ψηλό άντρα που βημάτιζε στον άδειο διά- δρομο, μπροστά στον εκθεσιακό χώρο όπου είναι συγκε- ντρωμένα εκμαγεία αρχαίων γλυπτών. Κοντοστάθηκα γιατί μου φάνηκε ότι τον ήξερα, και δεν έκανα λάθος. Ήταν ο Βεζιρτζής. Δεν έδειξε να ξαφνιάζεται βλέποντάς με, λες και θυμόταν ότι είχα μάθημα εκείνη την ώρα. – Δεν ξεχνάς, ελπίζω, ότι περιμένω να μου ανακοινώ- σεις το θέμα του μεταπτυχιακού σου. Πίσω του ακριβώς βρισκόταν το ημίγυμνο άγαλμα μιας γυναίκας που ανασήκωνε το στήθος της με το αρι- στερό της χέρι σαν να ετοιμαζόταν να το προσφέρει σ’ ένα μωρό. Το πρόσωπό της ήταν κάπως παχύ, όμως τα βυζιά της ήταν ωραιότατα, αν και όχι ιδιαίτερα μεγάλα. Ο νους μου πήγε στην αναπάντεχη συνάντηση της Παρθένου Μαρίας με τους αρχαίους θεούς στο Άγιο Όρος. «Δεν είδε κανένα άγαλμα. Τα έπλασε με τη φα- ντασία της γιατί ήταν ζαλισμένη από το ταξίδι». Η Πα- ναγία μού επέτρεψε ωστόσο να βγω από τη δυσάρεστη θέση στην οποία βρισκόμουν: έκανα στον Βεζιρτζή την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=