μ.Χ.

μ.X. [ 17 ] Όρος. Είχα πιάσει φιλίες μ’ έναν γέροντα που ήξερε την ημερομηνία και την ώρα του θανάτου του. Και όντως κοιμήθηκε τη μέρα και την ώρα που είχε προβλέψει. Με ξάφνιασε η έννοια που απέδιδε στο ρήμα «κοιμά- μαι». Ήξερα ότι οι νεκροί αναπαύονται, όχι όμως ότι κοιμούνται. «Το Άγιο Όρος είναι ένας τόπος όπου δεν πεθαίνει κανείς». – Συνδέθηκα και μ’ έναν ερημίτη, συνέχισε, που ζούσε σε μια απόκρημνη σπηλιά. Χρησιμοποιούσε σχοινιά για ν’ ανεβοκατεβαίνει στη φωλιά του. Φάγαμε μαζί κάποια Χριστούγεννα, στη σκήτη ενός άλλου μοναχού. Δεν φο- ρούσε παπούτσια, τα πόδια του ήταν τυλιγμένα με κου- ρέλια, που πήραν φωτιά κάποια στιγμή γιατί καθόταν δίπλα στο μαγκάλι. Διόλου δεν ταράχτηκε, έβγαλε τα πανιά με απόλυτη ηρεμία. Τα πόδια του δεν είχαν πάθει κανένα έγκαυμα. «Στο εξής θα συναντώ ανθρώπους που θα μου διηγού- νται συνεχώς ιστορίες με μοναχούς». Από το καθρεφτά- κι του αυτοκινήτου κρεμόταν ένα μικροσκοπικό εικόνι- σμα της Παναγίας, όχι μεγαλύτερο από σπιρτόκουτο, που ταλαντευόταν μπρος πίσω όποτε φρενάραμε. – Έμαθα ότι έχει επισκεφτεί τον Άθω και η Παναγία. – Βεβαίως, γι’ αυτό άλλωστε και ονομάζεται «περιβό- λι της Παναγίας». Το Όρος είναι αφιερωμένο στη Θεο- μήτορα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=