Mr. VERTIGO

M R . V E R T I G O 13 «Τα ξαπόστειλα όλα. Δεν περίμενες, βέβαια, πως θα ’τρωγα τις αηδίες που μου ’δωσες». «Και γιατί όχι, μικρέ; Όποιος δεν τρώει ζαρώνει και θα πε­ θάνει. Όλοι το ξέρουν αυτό». «Τουλάχιστον μ’ αυτό τον τρόπο πεθαίνεις αργά. Μα έτσι και φας τίποτα δηλητηριασμένο, τα τινάζεις επιτόπου». Πρώτη φορά από τη στιγμή που τον γνώρισα, ο Δάσκαλος Γεχούντι έσκασε ένα χαμόγελο. Πιστεύω μάλιστα πως γέλασε κιόλας. «Λες ότι δεν μ’ εμπιστεύεσαι, αυτό είναι;» «Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις. Δεν θα σ’ εμπιστευόμουν, που ο κόσμος να ’ρχόταν ανάποδα». «Χαλάρωσε, τσιλιβήθρα» είπε ο δάσκαλος χτυπώντας με χαϊ­ δευτικά στον ώμο. «Είσαι η επένδυσή μου, το ξέχασες; Δεν θα πείραζα ούτε τρίχα απ’ τα μαλλιά σου». Τούτα ήταν απλώς λόγια καταπώς το ’βλεπα εγώ, και δεν ήμουν τόσο βλάκας ώστε να χάψω αυτού του είδους τις γαλιφιές. Τότε όμως ο Δάσκαλος Γεχούντι έβαλε το χέρι στην τσέπη του, έβγαλε ένα κολλαριστό χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου και μου το κοπάνησε στην παλάμη. «Βλέπεις αυτό το εστιατόριο εκεί πέρα;» είπε δείχνοντας προς ένα μαγειρείο καταμεσής του σταθμού. «Τράβα μέσα και παράγγειλε ό,τι θες για να γεμίσεις την κοιλιά σου. Θα σε περιμένω εδώ έξω». «Εσύ δεν θα φας; Έχεις τίποτα εναντίον της μάσας;» «Μην ανησυχείς για μένα» απάντησε ο Δάσκαλος Γεχούντι. «Το στομάχι μου βολεύεται κι από μόνο του». Τότε, ακριβώς ενώ έκανα να φύγω, πρόσθεσε: «Μια συμβουλή, σπόρε. Σε περίπτω­ ση που σχεδιάζεις να το σκάσεις, τώρα είναι η κατάλληλη ώρα. Και μη νοιάζεσαι για το δολάριο. Κράτα το για τον κόπο σου». Προχώρησα και μπήκα στο εστιατόριο μόνος, νιώθοντας ελα­ φρώς καθησυχασμένος από τις τελευταίες αυτές κουβέντες. Αν είχε κάποιον κακό σκοπό, γιατί να μου προσφέρει την ευκαιρία

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=