Mr. VERTIGO

M R . V E R T I G O 11 λήσω τον χρόνο μου προσπαθώντας να βγάλω άκρη μ’ αυτό τώ­ ρα. Η ουσία είναι ότι πίστεψα αυτά που μου είπε ο δάσκαλος, και τώρα που πέρασαν τα χρόνια τούτο είναι το μόνο που αξίζει να ειπωθεί. Με έπεισε ότι δεν μπορούσα να γυρίσω στο σπίτι, και μόλις το δέχτηκα αυτό, δεν μου καιγόταν πια καρφί για τον εαυτό μου. Μάλλον έτσι ήθελε να νιώσω – εντελώς μπερδεμένος και χαμένος. Όταν δεν βλέπεις κανέναν λόγο να συνεχίσεις να ζεις, δεν νοιάζεσαι και πολύ τι θα σου συμβεί. Λες στον εαυτό σου ότι θες να πεθάνεις, και τότε ανακαλύπτεις ότι είσαι έτοιμος για όλα – ακόμα και για μια τρέλα, όπως το να εξαφανιστείς μες στη νύχτα με έναν άγνωστο. «Εντάξει, κύριος» είπα, χαμηλώνοντας τη φωνή μου κάνα δυο οκτάβες και ρίχνοντάς του την καλύτερη δολοφονική ματιά μου, «είμαστε σύμφωνοι. Αλλά έτσι και δεν μου ξηγηθείς σωστά, αποχαιρέτα το το κεφαλάκι σου. Μπορεί να είμαι μικρός, αλλά δεν αφήνω ποτέ κανέναν να ξεχάσει την υπόσχεση που μου έδωσε». Ήταν σκοτάδι ακόμη όταν ανεβήκαμε στο τρένο. Ταξιδέψα­ με δυτικά μες στο ξημέρωμα, διασχίζοντας την πολιτεία του Μιζούρι καθώς το αχνό φως του Νοέμβρη πάσχιζε να σκάσει μέσα από τα σύννεφα. Δεν είχα φύγει από το Σεντ Λούις από την ημέρα που έθαψαν τη μητέρα μου, και ήταν ζοφερός ο κό­ σμος που ανακάλυπτα εκείνο το πρωί: γκρίζος και άγονος, γε­ μάτος ατελείωτα λιβάδια με μαραμένους μίσχους καλαμποκιών να μας κυκλώνουν κι από τις δυο πλευρές. Με το τρένο να ξε­ φυσά, φτάσαμε στο Κάνσας Σίτι λίγο μετά το μεσημέρι, μα όλες τις ώρες που περάσαμε μαζί ο Δάσκαλος Γεχούντι δεν πρέπει να μου είπε πάνω από τρεις τέσσερις κουβέντες. Την περισσό­ τερη ώρα κοιμόταν, με το κεφάλι του να γέρνει και το καπέλο του κατεβασμένο πάνω από το πρόσωπό του, αλλά εγώ ήμουν πολύ φοβισμένος για να κάνω οτιδήποτε παρεκτός του να κοι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=