Mr. VERTIGO

M R . V E R T I G O 19 εδώ, μικρέ, είναι ηΜάμα Σου. Αν της φερθείς ευγενικά, θα σ’ το ανταποδώσει μόνο με καλοσύνη. Αν την προκαλέσεις, θα μετα­ νιώσεις τη μέρα που γεννήθηκες. Μπορεί να είναι χοντρή και φαφούτα, αλλά είναι ό,τι πιο κοντινό σε μητέρα θα έχεις ποτέ». Δεν ξέρω πόση ώρα μάς πήρε να φτάσουμε στο σπίτι. Ήταν μακριά στην εξοχή, κάπου δεκάξι ή δεκαεφτά μίλια από την πόλη, αλλά αυτό δεν το έμαθα παρά αργότερα, γιατί με το που χώθηκα κάτω από τις κουβέρτες και η άμαξα πήρε δρόμο, βυθί­ στηκα στον ύπνο. Όταν άνοιξα πάλι τα μάτια μου, είχαμε ήδη φτάσει, και αν ο δάσκαλος δεν με ξυπνούσε με ένα χαστούκι στα μούτρα, μάλλον θα κοιμόμουν ως το πρωί. Με οδήγησε μέσα στο σπίτι ενώ η Μάμα Σου ξέζευε το ψω­ ράλογο, και το πρώτο δωμάτιο όπου μπήκαμε ήταν η κουζίνα: ένας γυμνός, αχνά φωτισμένος χώρος με μια ξυλόσομπα στη μία γωνιά και μια λάμπα κηροζίνης να τρεμοπαίζει στην άλλη. Ένα μαύρο αγόρι γύρω στα δεκαπέντε καθόταν στο τραπέζι και διά­ βαζε ένα βιβλίο. Το δέρμα του δεν ήταν σκούρο καστανό όπως των περισσότερων έγχρωμων που συναντούσα πίσω στην πα­ τρίδα, αλλά κατράμι, ένα μαύρο τόσο μαύρο, που σχεδόν έμοια­ ζε μπλε. Ήταν ένας Αιθίοπας με τα όλα του, ένας μαυρούκος από τις ζούγκλες της σκοτεινότερης Αφρικής, και η καρδιά μου κόντεψε να σταματήσει όταν τον αντίκρισα. Ήταν ένας αδύνα­ μος, κοκαλιάρης τύπος με γουρλωτά μάτια κι εκείνα τα πελώρια χείλη, και μόλις σηκώθηκε από την καρέκλα του να μας χαιρε­ τήσει, είδα ότι τα κόκαλά του ήταν όλα στριμμένα και στραβά, ότι είχε το στρεβλό, καμπουριασμένο κορμί ενός σακάτη. «Αποδώ ο Αίσωπος» μου είπε ο δάσκαλος «το καλύτερο παι­ δί που υπήρξε ποτέ. Χαιρέτησέ τον, Γουόλτ, και δώσ’ του το χέρι. Θα γίνει ο καινούργιος σου αδερφός». «Δεν δίνω γω το χέρι μου σ’ αράπηδες» είπα. «Μάλλον θα σου ’χει στρίψει, αν νομίζεις πως θα κάνω τέτοιο πράμα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=