Mr. VERTIGO

P A U L A U S T E R 18 που ο Δάσκαλος Γεχούντι σήκωσε το χέρι του και έγνεψε μόλις είδε την άμαξα να πλησιάζει, και τότε το γέρικο γκρίζο άλογο σταμάτησε ακριβώς μπροστά μας, πλευρίζοντας το κράσπεδο καθώς ριπές αχνού ξεχύνονταν από τα ρουθούνια του. Στη θέση του οδηγού καθόταν μια τροφαντή, γεροφτιαγμένη φιγούρα με πλατύγυρο καπέλο και το σώμα τυλιγμένο με κουβέρτες, και στην αρχή δεν ήμουν σίγουρος αν ανήκε σε άντρα, σε γυναίκα, ή σε αρκούδα. «Καλώς τη Μάμα Σου» είπε ο δάσκαλος. «Δες τι βρήκα». Η γυναίκα με κοίταξε κάνα δυο δευτερόλεπτα με ανέκφρα­ στα, ψυχρά μάτια, κι ύστερα, από το πουθενά, μου άστραψε ένα από τα πιο ζεστά, τα πιο φιλικά χαμόγελα που είχα ποτέ τη χαρά να εισπράξω. Δεν θα ήταν πάνω από δυο τρία τα δόντια στα ούλα της, και από τον τρόπο που άστραφταν τα σκούρα μάτια της κατέληξα ότι ήταν τσιγγάνα. Ήταν η Μάμα Σου, η Βασίλισσα των Τσιγγάνων, και ο Δάσκαλος Γεχούντι ήτανε γιος της, ο Πρίγκιπας του Σκότους. Με είχαν αρπάξει και θα με πή­ γαιναν στο Κάστρο-που-δεν-έχει-Γυρισμό, κι αν δεν με έτρωγαν για βραδινό το ίδιο βράδυ, θα με έκαναν σκλάβο, έναν δουλο­ πρεπή ευνούχο με σκουλαρίκι στο αυτί και με μεταξωτό τουρ­ μπάνι τυλιγμένο στο κεφάλι. «Πήδα μέσα, γιόκα μου» είπε η Μάμα Σου. Η φωνή της ήταν τόσο βαθιά και ανδροπρεπής, που θα πέθαινα απ’ τον φόβο μου αν δεν ήξερα ήδη ότι χαμογελούσε κιόλας. «Έχει κάτι κουβέρτες εκεί πίσω. Αν έχεις στάλα νιονιό, θα τις χρησιμοποιήσεις. Έχου­ με πολύ δρόμο και πολύ κρύο μπροστά μας, και δεν φαντάζομαι να θέλεις να σου πέσει η μύτη ώσπου να φτάσουμε». «Τον λένε Γουόλτ» είπε ο δάσκαλος καθώς σκαρφάλωνε δίπλα της. «Ένα κουφιοκέφαλο χαμίνι από τα καταγώγια. Αν δεν με γελά η διαίσθησή μου, είναι αυτός που έψαχνα όλα αυτά τα χρό­ νια». Ύστερα, γυρίζοντας προς το μέρος μου, είπε κοφτά: «Αυτή

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=