Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο
14 | Προοιμιο δεν είναι αυτό το ίδιο ρόπτρο που ως τώρα χτυπούσε για να του ανοίξει η πόρτα της ποίησης, αλλά ένα άλλο, αλλότριο, που θα τον οδηγήσει στις σκολιές ατραπούς της κριτικής, δεν μπορούμε να πούμε με κανέναν τρόπο ότι είναι ένα βιβλίο ξένο προς τις ενασχολήσεις του ποιητή. Μπορεί ο Κουτσούνης να μην είναι ένας συστηματικός, δηλαδή συχνά εμφανιζόμενος κριτικός, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Αξία έχουν οι παρατηρήσεις και η δραστικότητά τους. Η έκδοση αυτή συνοψίζει και συγκεντρώ- νει στο μεγαλύτερο μέρος της τις κριτικές επισκέψεις ενός ποιητή, φιλόλογου και δασκάλου (συνήθως οι τρεις ιδιότητες συναιρούνται) σε άλλους ομότεχνούς του, παλαιότερους και σύγχρονους. Ενώ η ίδια αυτή έκδοση, θέλοντας να αποτελέσει κι- βωτό κάθε άλλου κειμένου του, εκτός της ποίησης, έχει πάρει μαζί της και αρκετές συστηματικές παρατηρήσεις για δημιουργούς ασχολούμενους με τέχνες όμορες με την ποίηση, όπως είναι η αρχαία τραγωδία, το νεότερο θέατρο και ο κινηματογράφος, τα εικαστικά και η φωτογραφία · με κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις προσεγγίσεις την ερμηνευτική αντίληψη η οποία προέρχεται από μια νεωτερική καλλιτεχνική και λογοτεχνική συνείδηση. Όπως ο ίδιος ο Κουτσούνης ορίζει στον υπότιτλό του, το χρονικό φάσμα της συγκομιδής των κριτικών κειμένων του καλύπτει το διάστημα μιας ολόκληρης τρια- κονταετίας, 1989-2020. Δεν ξέρω αν υπήρξαν και άλλα κείμενα δικά του παρόμοι- ου είδους και σκοπού στα χρόνια του ’80, στην εποχή ας πούμε της πρώτης και κρίσιμης διάπλασής του, ως ποιητή και ως στοχαζόμενου για την ποίηση, την πεζο- γραφία και την παιδεία γενικότερα. Ενδεχομένως ναι, να υπήρξαν, ακόμα και ως πρωτογενείς σημειώσεις, γιατί πάντοτε από κάπου ξεκινάμε για να πέσουμε αργό- τερα «στα βαθιά». Αλλά ούτως ή άλλως ο συγγραφέας του Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο επέλεξε τα άρθρα, τα μελετήματα, τις βιβλιοκρισίες ή τα άλλα τεκμήρια ερμηνείας και κριτικού διαλόγου του που κατ’ αυτόν έδειχναν να είναι πιο ολοκλη- ρωμένα, ενώ εκ παραλλήλου διατηρούσαν τη συγκροτημένη επάρκειά τους ώστε να δεξιωθούν όσο γίνεται πιο γόνιμα έναν νεότερο αναγνώστη. Με την ευκαιρία αυτή μάλιστα θα ήθελα να θέσω ένα δικέφαλο ζήτημα που αφορά γενικά κι ειδικά στο είδος του ανά χείρας βιβλίου αλλά μαζί και στον συγγραφέα του: όχι λίγες φορές έτυχε να σκεφθώ ότι υπάρχει στην ελληνική λογοτεχνία (και ιδίως στην ελληνική ποίηση) μια ακατανόητη, αρνητική παράδοση που θέλει τους δημιουργούς να απο- φεύγουν να δοκιμάζονται σε κριτικά εγχειρήματα, θεωρώντας ότι η εκλογίκευση που προϋποθέτει κάθε ερμηνεία και βέβαια κατεξοχήν ο κριτικός λόγος αποτελούν κάτι που είναι τελείως ξένο προς τη ρομαντική φύση του ποιητή! Μια απομάγευση του μαγικού. Εκτός των άλλων, δεν μπορώ να πω ότι η γενιά του Στάθη Κουτσούνη –οι ποιητές και οι ποιήτριες που πρωτοεμφανίστηκαν στη δεκαετία του ’80– υπήρξε ιδιαιτέρως εύφορη ως προς την ανάδειξη περιπτώσεων στις οποίες συνυφάνθηκε ο ποιητικός με τον κριτικό λόγο. Αφ’ ενός η αφαίρεση και η πυκνότητα της μοντέρνας, συνειρμικής αναπαράστασης με την, αφ’ ετέρου, ενίοτε αναγκαία διαύγεια που επιβάλλεται εκ των πραγμάτων από την κριτική.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=