Μπλε ήλιος

12 ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ Καθόταν συνήθως απέναντί μου. Όχι για να με αντιμετω- πίσει ή να με βλέπει καλύτερα. Ήταν μια συνήθεια δίχως σκέψη.Μια ελάχιστη έκφραση αναγνώρισης. Του φαινόταν λογικό, συνηθισμένο. Απλώς καθόταν στην ίδια καρέκλα κάθε μέρα. Ποτέ δεν τον θυμάμαι να διαλέγει κάποια άλλη θέση. Περισσότερο η σκιά του, και λιγότερο το σώμα του, με επισκεπτόταν εκείνες τις ημέρες. Ήταν πιο ομιλητική απ’ αυτόν. Σαν να είχε αποκοπεί από το σώμα που τη γέννησε. Τώρα,ακόμα περισσότερο. Έσκυβε στην εφημερίδα του, διαβάζοντας στα πεταχτά τα χθεσινά νέα που δεν είχε προλάβει να αποστηθίσει,κατέ- βαζε δυο δυο τις γουλιές του καφέ του,λες και φοβόταν πως κάποιος θα του τον έπινε. Σήκωνε το κεφάλι του αδιάφορα, να μυρίσει λίγο τον πρωινό αέρα, να βεβαιωθεί πως ήταν ακόμη εκεί, να δει ίσως το ρολόι στο ψυγείο αν λειτουργού- σε σωστά (λειτουργούσε, αλλά εκείνος δεν το πρόσεχε στην πραγματικότητα), να σιγουρευτεί πως δεν είχα φύγει δίχως να του το πω. Είχα φύγει από καιρό. Με κοίταζε. Μπορεί ακόμα και τώρα να με κοιτάζει, δεν το ξέρω. Στο μυαλό μου έχει μείνει ένα πρόσωπο σαν κέρινη μά- σκα που μόνο τα αδιάκοπα κινούμενα χείλη του τη ράγιζαν. Ύστερα έσκυβε ξανά στην εφημερίδα του, και εκεί μπορεί –πραγματικά– να με έβλεπε περισσότερο.Μέσα στις λέξεις, στα κενά τους,στο λευκό πλαίσιο των σελίδων,στις ξεθωρια- σμένες φωτογραφίες. Είμαι μια παρουσία αποτυπωμένη σε λέξεις γραμμένες που ποτέ δεν βγήκαν από το στόμα του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=