Τα φαντάσματα του Μπέλφαστ

[ 27 ] Το στόµα του ΜακΚένα στράβωσε. «Δεν υπάρχει περίπτωση». «Θα µπούµε στο αυτοκίνητό σου» επανέλαβε ο Φέγκαν. «Εσύ µπροστά, εγώ πίσω». «Τζέρι, το µυαλό σου έχει ξεφύγει. Άσε κάτω το όπλο πριν κάνεις κάτι που θα το µετανιώσεις». O Φέγκαν τον πλησίασε. «Στο αµάξι». O ΜακΚένα έκανε να τον αγγίξει. « Έλα τώρα, Τζέρι. Ας ηρεµή­ σουµε λίγο, εντάξει; Γιατί δεν µου το δίνεις αυτό, και θα το βάλω στην άκρη. Έπειτα, θα πιούµε ένα ποτό». «Δεν θα το ξαναπώ». «Άσε τα παιχνίδια, Τζέρι, δώσ’ το µου». O ΜακΚένα έκανε να αρπάξει το όπλο, αλλά ο Φέγκαν τράβηξε το χέρι του. Το ξανάφερε µπροστά και σηµάδεψε, στο κέντρο, το µέτωπο του ΜακΚένα. «Πάντα ήσουν ένα τρελό µουνόπανο». O ΜακΚένα δεν έπαιρνε τα µάτια του αποπάνω του, καθώς ο Φέγκαν τον πήγαινε προς την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε στον δρόµο. Κοίταξε αριστερά και δε­ ξιά, δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας για µάρτυρες. Όταν χαµήλωσε τους ώµους του, ήξερε πως δεν υπήρχε κανένας. Δεν ήταν δρόµος που οι άνθρωποι άνοιγαν εύκολα τις κουρτίνες τους. Το σύστηµα κλειδώµατος της Mercedes ανίχνευσε το κλειδί που ήταν στην εµβέλειά του κι άρχισε να κάνει έναν βόµβο, καθώς ο ΜακΚένα πλησίαζε. «Άνοιξε την πίσω πόρτα» είπε ο Φέγκαν. O ΜακΚένα υπάκουσε. «Τώρα, µπες µπροστά και άσε την πόρτα ανοιχτή µέχρι να µπω κι εγώ µέσα». O Φέγκαν κρατούσε το Βάλτερ στο κεφάλι του Μακ­ Κένα, µέχρι που εκείνος έκατσε στο τιµόνι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=