Μουσικές καρέκλες (pocket)

[ 15 ] ενστικτωδώς. Τα γονίδιά του. Το σάπιο μπαίνει και αναζητά το μέσα του. Και εκτός απ’όλα αυτά, το κρύο. Δεν μπορεί να κατανοήσει πώς γίνεται να χιονίζει στα μέσα του Μάη. Τα παλιά άρβυλα του Ντέντα βουλιάζουν στην υγρασία, μια υγρασία που πάει να στερεοποιηθεί. Κι εκείνος στέκεται, περιμένει, προσπαθεί να γίνει αόρατος. Ωστόσο κουνάει ταπόδια του, επιτόπου, για να μην παγώσουν και γίνουν ένα με το έδαφος. Συνεχίζει να τα κουνάει, επιτόπου. Σε έναν τόπο ξεχα­ σμένο από τον Θεό. Το χάος, η καταμέτρηση των αιχμαλώτων. Αιχμάλωτοι από τέσ­ σερις μεγάλες φορτηγίδες, ένα βουητό πλήθους, ένα πλήθος βουη­ τών. Οι μισοί δενμπορούν ναπερπατήσουν, παραπατούνανήμποροι για ελιγμούς στο νοσηρά υγρό έδαφος. Βγάζουν τους νεκρούς, η πτωματίλα ανακατεύεται με τη δυσωδία του βάλτου, με τη σαπίλα. Γίνεται σαπίλα. Είναι ήδη σαπίλα. Οι φύλακες, που ξεχωρίζουν από τους αιχμαλώτους από τα του­ φέκια που κρατούν στα τρεμάμενα χέρια τους, κουβαλούν στη στε­ ριάσακιάαπό ίνες γιούτας. Οι αιχμάλωτοι ορμάνε.Τασακιά τρυπούν. Κάτι λευκό χύνεται από μέσα τους. Το αλεύρι χύνεται και αιωρείται σαν μάταια σήματα καπνού για βοήθεια, μέχρι που η πανταχού παρούσα υγρασία το κάνει να πέφτει με μορφή μικρών, άσπρων και κολλωδών σβόλων στο έδαφος, το καθιστά προάγγελο της χιονο­ θύελλας που ο Ντέντα νιώθει να σιμώνει. Οι φύλακες πυροβολούν ενάντια στους επιτιθέμενους δεσμώτες. Το αλεύρι ανακατεύεται με αίμα. Ένας ασπροκόκκινος σβόλος πέφτει κάτωστην υγρασία, μπρο­ στά στον Ντέντα. Μια τηγανίτα από αίμα, σκέφτεται εκείνος. Και θέλει να το φάει. Η πείνα διαγουμίζει το μέσα του. Αλλά εκείνος την αφήνει να κάνει τη δουλειά της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=