Μουσικές καρέκλες (pocket)
[ 13 ] φρενάρει, να έχει παγώσει καταμεσής στη συνήθη αεικινησία της. Σαν να έχει καταλάβει τι πρόκειται να συμβεί. Σαν να αντιδρά ενστι κτωδώς στο απαίσια αφύσικο. Ταξιδεύουν τώρα πάνω από δύο βδομάδες. Τον περισσότερο καιρό με τρένο. Είναι πολλοί, αυτό μόνο ξέρει, χιλιάδες, και δεν τους δίνουν αρκετό ψωμί καθημερινά, δεν τους δίνουν αρκετό νερό. Η συλλογική πείνα είναι όλο και πιο παραλυτική, όλο και πιο απειλη τική. Αλλά σύντομα θα φτάσουν. Το είπε ο καπετάνιος. Ο Ντέντα εμπιστεύεται τον καπετάνιο. Δεν έχουν πολλή ώρα που σταμάτησαν για λίγο. Έδεσαν σε μια αποβάθρα, υπήρχαν κάποια ίχνη πόλης εκεί. Ο Ντέντα ήταν κάτω τότε, ήταν ακόμη κάτω από το κατάστρωμα. Στη βρομιά, στον θρή νο, στις κραυγές. Οι καβγάδες που ξέσπασαν απότομα για μια θέση στα ελάχιστα φινιστρίνια. Η παρέα των σκληρών με τον φαλακρό που οΝτέντα αναγνώριζε από τις γειτονιές της πόλης. Τον φαλακρό από τον οποίο έμενε μακριά. Τότε και τώρα. Η φωνή του φαλακρού με τη ζημιά από το κάπνισμα: «Φεύγουν πάλι, γαμώ τον διάολό μου!». Τότε βλέπεις την αντίδραση ανάμεσα σε πάνω από χίλιους αιχ μαλώτους, οι οποίοι αντιδρούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Το βο γκητό θα μπορούσε να είχε συνοδευτεί και από μια φουρτούνα απογοήτευσης, αλλά δεν υπήρχε χώρος γι’αυτό. Και τότε το πλήθος στριμώχτηκε, πιέστηκε. Πάνω στα τοιχώματα και στο πάτωμα του αμπαριού. ΟΝτέντα άκουσε ανθρώπους να πεθαίνουν. Άκουσε τον ήχο του θανάτου. Πριν καταλάβει καλά καλά τι έγινε, πέρασε και στο δικό του κορμί ο θάνατος, βαθιά μέσα στο μυαλό του. Πιέστηκε πάνω στα πλαϊνά του αμπαριού και ένιωσε πως όλη εκείνη η επίμο νη αντίσταση, η οποία τον είχε κρατήσει παρά ταύτα ζωντανό στην
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=