Μουσικές καρέκλες (pocket)
[ 20 ] Ένας στοχασμός μιας στιγμής για τις σωριασμένες, χαμένες ζωές που είχαν αυτά τα κορμιά. Διακρίνει κάποια παράξενα ίχνη στο κάλυμμα του χιονιού, που έχει αρχίσει να ξεπαγώνει. Δυσερμήνευτα ίχνη. Λεπτές γραμ μές κόκκινες, σαν αίμα. Δεν μπορεί να κοιτάζει άλλο. Πρέπει να φύγει. ΟΝτέντα κατευθύνεται προς το νερό. Πρέπει να βρίσκεται πίσω από εκείνες τις πυκνές συστάδες δέντρων. Ρίχνει μια ματιά ανάμεσα από τα κλαδιά. Το νερό είναι πολύ μαύρο. Υπάρχουν άνθρωποι και σε αυτήν εδώ την όχθη, αν και όχι τόσο πολλοί όπως στην άλλη πλευρά. Μερικοί από αυτούς έχουν μαζέψει ξύλα που κατεβάζει το ποτάμι και τώρα δένουν τα ισχνά κλαριά με φλοιούς δέντρων. Μια σχεδία. Αλλά πού θα πάνε; Απευθείας στον αγριότοπο; Ωστόσο δεν είναι οι κατασκευαστές σχεδίας που τραβούν την προσοχή του Ντέντα, αλλά εκείνοι που κάθονται και που κείτονται στον όχτο. Σκουφιά και καπέλα είναι πεταμένα πλάι στους περισσό τερους, μουσκεμένα, μ’έναμπεζ βρόμικοχρώμα, φαίνονται να έχουν το ίδιο χρώμα με τα ξερατά. Και ο Ντέντα καταλαβαίνει. Καταλαβαί νει πάρα πολλά. Αν το ποταμίσιο νερό δεν πίνεται, και αν δεν μπορέσουν να το βράσουν –δεν γίνεται ν’ανάψουν φωτιά και σκεύη δεν υπάρχουν–, πώς θα επιβιώσουν; Χωρίς νερό; Και διψάει τόσο πολύ. Έχει φτάσει στο νερό τώρα. Περιεργάζεται το μαύρο νερό του ποταμιού. Και ύστερα αφήνει το αλεύρι να πέσει αργά στο νερό. Το βλέπει να απλώνεται σαν ένα μπαταρισμένο, υποβρύχιο σύννεφο, να διαλύεται και κατόπιν, όλο και πιο αδιόρατο, να κινείται με το ρεύμα στα κατάντη. Μια τελευταία ελπίδα που εξανεμίζεται.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=