Μουσικές καρέκλες (pocket)

[ 19 ] Να μην παρατήσει ο ένας τον άλλον. «Μπορείς να το ανακατέψεις με νερό» λέει στο τέλος η Φάινα. «Δεν υπάρχει νερό» λέει ο Ντέντα. «Μα είμαστε στη μέση ενός ποταμού» λέει η Φάινα και χαμογε­ λάει αχνά. Είναι ένα χαμόγελο μοναδικό. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Ντέντα καταλαβαίνει τι σημαίνει μάνα. Καταλαβαίνει πραγματικά. Υπάρχει νερό και από τις δυο πλευρές. Κάθονται ακόμη αρκετά κοντάστομέρος όπου τους αποβίβασαν οι φορτηγίδες. Ηόχθη είναι γεμάτη κόσμο. Ο Ντέντα δεν θέλει να πάει εκεί, δεν θέλει να τον τσαλαπατήσουν ξανά όπως στη φορτηγίδα. Παίρνει το καπέλο και πάει προσεκτικά προς τον σωρό με το αλεύρι. Είδε τις φορτηγίδες εκεί, υπάρχει μια ακτογραμμή και στην άλλη πλευρά. Ίσως με λιγό­ τερο κόσμο. Οι φύλακες στέκονται παραταγμένοι γύρω από το αλεύρι. Φαί­ νονται τρομακτικοί. Αλήτες με όπλα. ΟΝτένταανατριχιάζει και κάνει έναν μεγάλο κύκλο για να μην περάσει από κοντά τους. Και καταλήγει στην κόλαση. Στην αρχήδεν βλέπει τι είναι. Ανάμεσασε δύοκάπως πυκνότερες συστάδες δέντρων –λεύκες είναι–, υπάρχει κάτι. Του παίρνει λίγη ώρα μέχρι να συνδυάσει τις οπτικές εντυπώσεις, λίγη ώρα προτού τα σκόρπια μέλη μετατραπούν σε ανθρώπους. Είναι ο σωρός με τους νεκρούς. ΟΝτέντα θυμάται όσα λέγονταν, ότι υπάρχει ένας σωρός πτωμάτων. Ή τουλάχιστον υπήρχε, όσο οι φύλακες έκαναν τον κόπο να συγκεντρώνουν τα πτώματα.Τώρα πια μένουν απλώς εκεί που πέφτουν. Ο Ντέντα σταματά. Δεν είναι μόνο η φρίκη, δεν είναι εκείνος ο τρόμος που παραλύει το κορμί. Είναι και κάτι άλλο. Ίσως ευλάβεια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=