Μουσικές καρέκλες (pocket)
[ 17 ] τις προσωρινές φωτιές. Δεν θέλει να τον στριμώξουν και να τον τσαλαπατήσουν ξανά. Έτσι τυλίγει σφιχτά τα ρούχα γύρω από το κορμί του και ευχαριστεί νοερά τη γιαγιά και τον Θεό –ναι, λίγο και τον Θεό, τον Θεό στον οποίο δεν πιστεύει– επειδή η γιαγιά πάντα τον πίεζε να ντύνεται πολύ ζεστά. «Ποτέ δεν ξέρεις» του έλεγε «τι βρίσκει κανείς μπροστά του στη ζωή». Η γιαγιά. Αναρωτιέται τι σκέφτεται τώρα, τι κάνει. Τι νομίζει ότι συνέβη. Αν της έχουν μείνει άλλα δάκρυα. Η νύχτα γίνεται δύσκολη, πραγματικά δύσκολη. ΟΝτέντα κάθε ται καταμεσής σε μία από τις πιο ήσυχες ομάδες, μία που έχει αράξει παράμερα, πάνω στην παρυφή του δάσους. Κάθονται κοντά, πολύ κοντά, ο ένας στον άλλον, κι εκείνος απορροφά τη ζεστασιά των άλλων μέσα στη χιονοθύελλα. Πιθανώς να προσφέρει κι αυτός λίγη ζεστασιά στην ομάδα, αν και δεν τον ενδιαφέρει. Το μόνο για το οποίο νοιάζεται είναι να νιώσει λίγη ζεστασιά. Το κοντινότεροάτομο είναι μια ξανθιά γυναίκαμε έναπαράξενο, ανοιχτοπράσινο, μακρύφόρεμα, λες και την άρπαξαν στοδιάλειμμα στην όπερα. Είναι στην ηλικία που θα ήταν η μάνα του αν είχε την τόλμη να μείνει λίγο ακόμα ζωντανή. Φάινα τη λένε και μιλάνε λίγο ψιθυριστά προτού εκείνος αποκοιμηθεί στον ώμο της. Δεν νιώθει ότι κοιμάται – άλλωστε σύντομα θα χαράξει. Η αγκαλιά της Φάινα είναι πολύ κρύα όταν εκείνος ξυπνάει. Το ανοιχτοπράσινο φόρεμά της είναι σχεδόν όλο καλυμμένο με χιόνι. Εκείνος φωνάζει, έχει μπουχτίσει από τον θάνατο. Αλλά η Φάινα κινείται, βογκάει. Και τότε το βλέπει. Τα σχεδόν γυμνά πόδια της Φάινα έχουν παγώσει και γίνει ένα με το έδαφος κατά τη διάρκεια της νύχτας. Κάποιος καταφέρνει να
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=