Misterioso

[ 7 ] ΈΝΑ K άτι διαπέρασε την καρδιά του χειμώνα. Κάτι που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, αλλά σίγουρα ήταν κάτι. Μια αύρα θαλπωρής, ίσως μια αργοσάλευτη αχτίδα φωτός μέσα από το γκρίζο πάπλωμα των νεφών, ή ίσως το γεγονός ότι η λιμνούλα που περικύκλωνε τη θέση του στο πάρκινγκ όλον το χειμώνα ήταν μικρότερη – εκείνη τη θέση που ακόμη είχε το όνομά του. Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε πάνω, την πρωινή συννεφιά. Η ίδια, όπως συνήθως. Βρισκόταν εκεί σαν μια προστατευτική στέγη της τράπεζας και τον καλωσόριζε. Η ίδια ηρεμία, όπως πάντα. Λίγοπιοκάτωφώλιαζε τοχωριό, φαινομενικάανέγγιχτο· οι μικρές στήλες καπνού που υψώνονταν περιδινούμενες από τη μια ή την άλλη καπνοδόχο ήταν τα μοναδικά σημάδια ζωής. Άκουγε το μονό­ τονο κελάηδημα μιας παπαδίτσας και την είδε να βγάζει το κεφάλι της από τηφωλιά ακριβώς κάτωαπό τη σκεπή. Κλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου και διέσχισε με δρασκελιές τα ελάχιστα μέτρα που τον χώριζαν από τη μικρή πόρτα της εισόδου του προσωπικού. Έβγαλε μια μεγάλη αρμάθα κλειδιά και ξεκλείδωσε τις τρεις κλειδα­ ριές ασφαλείας τη μία μετά την άλλη. Μέσαστουποκατάστημαμύριζε τσαγκαροδευτέρα, μια ελαφριά κλεισούρα Σαββατοκύριακου, την οποία η Λίσμπετ σύντομα θα αέ­ ριζε όταν θα κατέφθανε, δεύτερη ως συνήθως, αρχίζοντας ταυτό­ χρονα την καλοδιάθετη φλυαρία της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=