Μισός κόσμος (Τα χρονικά της τσακισμένης θάλασσας)
13 Οι άξιοι Δ ίστασε για μια στιγμή μονάχα , όλη κι όλη όμως αυτή χρεια ζόταν η Θορν για να τον χτυπήσει στ’ αχαμνά με το στεφάνι της ασπίδας της. Άκουσε το βογκητό του Μπραντ ακόμα και μες στην οχλο βοή των υπόλοιπων νεαρών που τη γιουχάριζαν. Ο πατέρας τής Θορν συνήθιζε να λέει πως, αν διστάσεις, πέθανες, και, καλώς ή –ως επί το πλείστον– κακώς, είχε ζήσει όλη της τη ζωή έχοντας πάντα στον νου αυτά τα λόγια. Γύ μνωσε λοιπόν τα δόντια της γρυλίζοντας επιθετικά –ήταν άλ λωστε η πιο συνηθισμένη έκφραση στο πρόσωπό της–, ίσιωσε το κορμί της κι όρμησε στον Μπραντ με μεγαλύτερη μανία από ποτέ. Έπεσε πάνω του με τον ώμο της. Οι ασπίδες τους χτύπησαν κι έξυσαν η μία την άλλη, ενώ εκείνος τίναζε με τις φτέρνες του άμμο καθώς υποχωρούσε προς τη θάλασσα, με το πρόσω πό του παραμορφωμένο ακόμη από τον πόνο. Έκοψε με το σπαθί του προς το μέρος της, όμως εκείνη έσκυψε κι απέφυγε το χτύπημα από το ξύλινο όπλο, χτυπώντας με το δικό της χαμηλά και πετυχαίνοντάς τον στην κνήμη, ακριβώς κάτω από το τελείωμα του αλυσιδωτού του θώρακα.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=