Μισός κόσμος (Τα χρονικά της τσακισμένης θάλασσας)

J OE A B E R C ROMB I E 20 Το κρύο, θαλασσινό νερό ανέβηκε την ακρογιαλιά βρέχοντας τα γόνατά της κι είδε τον Σόρνταφ να χτυπάει με δύναμη το πόδι του προς τα κάτω. Άκουσε έναν ήχο σαν ξύλο που σπάει. Πάλεψε να σταθεί στα πόδια της, όμως η μπότα του Ράουκ τη βρήκε στα πλευρά και την κύλησε από την άλλη. Άρχισε να βήχει. Το κύμα τραβήχτηκε κι άφησε πίσω υγρή άμμο, που πάνω της έσταζε το αίμα από το πάνω χείλος της. «Μήπως να σταματήσουμε;» άκουσε τη φωνή του Έντβαλ. «Είπα εγώ να σταματήσετε;» ακούστηκε η φωνή του Χιού­ ναν και η Θορν έσφιξε τη λαβή του σπαθιού της, έτοιμη να κάνει μια τελευταία προσπάθεια. Είδε τον Ράουκ να την πλησιάζει κι άρπαξε το πόδι του καθώς πήγε να την κλοτσήσει, σφίγγοντάς το πάνω στο στήθος της. Γρυλίζοντας, σηκώθηκε απότομα κι εκείνος έπεσε προς τα πίσω, ανεμίζοντας μάταια τα χέρια του. Τρέκλισε προς τον Έντβαλ, σκοντάφτοντας περισσότερο παρά ορμώντας, ενώ η Θαλασσινή Μητέρα, ο Χθόνιος Πατέ­ ρας, το βλοσυρό μούτρο του Χιούναν και τα πρόσωπα όλων των νεαρών γύρω τους πότε έγερναν και πότε στριφογύριζαν. Ο Έντβαλ την έπιασε, μάλλον προσπαθώντας να τη στηρίξει παρά να τη ρίξει κάτω. Εκείνη τον άρπαξε από τον ώμο, ο καρπός της γύρισε και το σπαθί ξέφυγε απ’ τα χέρια της καθώς τρέκλισε παραπέρα. Πότε πέφτοντας στα γόνατα και πότε καταφέρνοντας να σηκωθεί, με την ασπίδα να κρέμεται από το σκισμένο της λουρί, γύρισε φτύνοντας και βρίζοντας · και τότε πάγωσε. ΟΣόρνταφ έμεινε εκεί όπου στεκόταν, με το σπαθί άνευρο στο χέρι του και τα μάτια γουρλωμένα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=