Μίσος και αίμα

A R N E D A H L 10 δην, προπονείται. Η μικρή βελόνα χώνεται μέσα στον χόνδρο του εγκεφάλου, κατ’ επανάληψη. Το κινητό του χτυπάει στη μέση μιας συζήτησης στην έκθεση βιβλίου. O νέος του γιος, σα- μπάνιες που ανοίγουν με κρότο, αλλά όταν επιστρέφει στο σπί- τι, αυτοί έχουν εξαφανιστεί. Διαβάζει ξανά, και σε μια τελευταία αναλαμπή της συνείδησης πιστεύει ότι μερικά από όλα όσα διάβασε και έγραψε έπρεπε να περάσουν πετώντας δίπλα του, αλλά το μόνο που βλέπει είναι τον εαυτό του να διαβάζει και να γράφει. Σε μια τελευταία στιγμή απαστράπτουσας διαύγειας, πείθεται ότι, τελικά, βλέπει την απώτατη αλήθεια, και αντιλαμ- βάνεται πως τίποτε από όσα διάβασε και έγραψε δεν είχε ποτέ σημασία. Θα μπορούσε, κάλλιστα, να είχε κάνει οτιδήποτε άλλο. Σκέφτεται τις απειλές. «Κανείς δεν θα μπορέσει να ακούσει τα ουρλιαχτά σου». Σκέφτεται ότι δεν πήρε τις απειλές στα σοβαρά. Γιατί υποψιαζόταν… Μια τελευταία αστραπή πόνου επισκιάζει την τελευταία σκέψη. Έτσι ξεκινάει το τέλος. O πόνος χάνεται. Τώρα οι εικόνες εναλλάσσονται με γοργότερο ρυθμό. Σαν να τελειώνει ο χρόνος. Συμμετέχει σε μια διαδήλωση. Διαδηλώνει μαζί με άλλους. O αστυνομικός σηκώνει το κλομπ πάνω από το κεφάλι του. Στέκεται στη μέση καλοκαιρινού τοπίου, το άλογο πλαγιοποδί- ζει προς το μέρος του. Ένα μικρό νερόφιδο χώνεται μέσα στις γαλότσες του και ελίσσεται ανάμεσα στα δάχτυλα. O πατέρας κοιτάζει αφηρημένος το σκίτσο του με το τεράστιο φίδι. Τα σύννεφα περνούν πάνω από την άκρη της κουκούλας, και του φαίνεται πως βλέπει μια γάτα να σουλατσάρει εκεί. Ένα χοντρό, ανοιχτό πράσινο νήμα δείχνει τον δρόμο, και αρχίζει το ταξίδι του μέσα από σκοτεινούς, σαρκώδεις διαύλους. Τέλος ταξιδιού. Κάπου σχηματίζεται μια σκέψη: «Τι άθλιος τρόπος να πεθάνει κανείς».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=