Μισός Βασιλιάς (Τα χρονικά της τσακισμένης θάλασσας)

Μ Ι ΣΟΣ Β Α Σ Ι Λ Ι Α Σ 21 Τα μάτια του Γιάρβι στράφηκαν αργά προς το πτώμα του αδελφού του. Αυτός ήταν γρήγορος κι ορμητικός, όσο ζούσε τουλάχιστον. Είχε τετράγωνο σαγόνι, χοντρό λαιμό και τα πρώτα ίχνη από γένια, σκούρα σαν του πατέρα τους. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον Γιάρβι. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο αδελφός του τον αγαπούσε. Ήταν μια αγάπη τραχιά, όπου το κάθε χάδι απείχε μια ανάσα από το χτύπημα – η αγάπη που έχει κανείς για κάτι που θα ’ναι πάντα υποδεέ- στερό του. «Εκδίκηση» γρύλισε ο Χούρικ. «Οι Βανστεριανοί πρέπει να πληρώσουν». «Δεν δίνω μία για τους Βανστεριανούς» είπε η μητέρα του Γιάρβι. «Το βασικό είναι να υπηρετήσει ο λαός τον νέο βασιλιά του, να δουν πως έχει σιδηρά πυγμή. Αφού θα έχουν γονατίσει πρόθυμα μπροστά του, μπορείτε να κλάψετε μέχρι να φουσκώ- σουν τα νερά της Θαλασσινής Μητέρας». Ο θείος του Γιάρβι αναστέναξε βαρύθυμα. «Εκδίκηση λοι- πόν. Είναι όμως έτοιμος, Λέιθλιν; Δεν έχει στόφα πολεμιστή…» «Πρέπει να πολεμήσει, είτε είναι έτοιμος είτε όχι!» τον έκο- ψε η μητέρα του Γιάρβι. Όλοι τους είχαν την τάση να μιλάνε για τον Γιάρβι σαν να ήταν και κουφός εκτός από σακάτης. Φαίνεται πως η ξαφνική του άνοδος στον θρόνο δεν τους είχε θεραπεύσει από το κακό αυτό συνήθειο. «Ετοιμαστείτε για μια μεγάλη επιδρομή». «Πού θα επιτεθούμε;» ρώτησε ο Χούρικ. «Το μόνο που έχει σημασία είναι να επιτεθούμε. Άφησέ μας μόνους». Ο Γιάρβι άκουσε την πόρτα να κλείνει και τα μαλακά βή- ματα της μητέρας του, καθώς διέσχιζε το ψυχρό πάτωμα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=