Misfit

E L L E K E N N E D Y 16 «Πετάγομαι μια στιγμή στην τουαλέτα» λέει η μαμά μου. Με πλησιάζει για να βγάλει ένα χνούδι από το πέτο του σμόκιν μου, αλλά μένει πολλή ώρα γερμένη από πάνω μου με μάτια βουρκωμένα. Δεν το αντέχω όταν την πιάνουν οι συναισθηματισμοί της. Δεν είναι καθόλου του στιλ μου αυτά. Ιδίως όταν αναγκάζομαι να υπομένω τα εφήμερα καπρίτσια του ολέθριου εγωκεντρισμού της. «Να είστε φρόνιμα τα αγόρια μου όσο λείπω». Ε, όχι, ρε φίλε! Δεν ανέχομαι να με περιλαμβάνει συλ- λήβδην στα αγόρια της. Μόλις φεύγει η μάνα μου, ο Ντέιβιντ παραμένει πάνω από το κεφάλι μας αμήχανα. Στην αρχή ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του και ύστερα στο κινητό του. Κατόπιν σαρώνει με το βλέμμα την αίθουσα ολόγυρα, σαν να ψάχνει κάτι που να απαιτεί άμεσα τη φροντίδα του, αλλά πού τέτοια τύχη! Κι έτσι ξεμένει μ’ εμάς, δύο ξενερωμένους νέους που περιμένουμε να μας αδειάσει τη γωνιά για να κατε- βάσουμε άλλο ένα μπουκάλι σαμπάνια. «Εμ…» Μιλάμε ότι ο τύπος ζορίζεται άσχημα! Καταντάει αμήχανο για όλους μας πια. «Πώς τα πάτε εσείς οι δύο; Γνωριστήκατε καλύτερα;» « Εσείς οι δύο γνωριστήκατε καλύτερα;» αντιγυρίζει κα- κιασμένα ο Φεν. Παραλίγο να καθαρίσω τ’ αυτιά μου, μήπως δεν άκουσα καλά το φαρμάκι που στάζει η φωνή του. Τις τελευταίες δύο ώρες ο Φεν ήταν χαλαρός και φιλικός. Ίσως, όμως, την καλόβολη αυτή πλευρά του και τα εύκολα χαμόγελα να τα φυλά μονάχα για τους άλλους και όχι για τον πατέρα του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=