Misfit

M I S F I T 15 Το χαμόγελο της μαμάς μου είναι γνήσιο, γεμάτο χαρά και ευτυχία, και ανοίγει μια ρωγμή στον πικρόχολο κυνισμό μου για την αυθόρμητη αυτή ανατροπή στις ζωές και των δυο μας. Εκείνη τη στιγμή προσέχει τα δύο άδεια μπου- κάλια σαμπάνιας και με κοιτάζει με το φρύδι υψωμένο. Ανασηκώνω τους ώμους σαν να της λέω «τι να έκανα;». Δεν φταίω. Κανονικά θα έπρεπε να είχαν μοιράσει Vicodin, όπως στα πάρτι. Και μόνο το σκηνικό στην πίστα ήταν σαν βασανιστήριο εικονικού πνιγμού της Κα Γκε Μπε! «Καλά τα ’λεγες εσύ». Ο Ντέιβιντ, το καινούργιο ζω- ντανό και ομιλούν βιβλιάριο επιταγών της μάνας μου, παίρνει το ουίσκι με πάγο, που τσακίζεται να του βάλει στο χέρι ένας σερβιτόρος. Πίνει μια γρήγορη γουλιά. «Κα- λύτερα να παίρναμε μια μπάντα να παίξει». «Προλαβαίνουμε να μεταφέρουμε το γλέντι στο τζετ και να πάμε στο Λας Βέγκας» λέει ο Φεν με μια δόση ει- ρωνείας. Δεν μου διαφεύγει ότι λέει το τζετ. Όχι σε «ένα» τζετ, δηλαδή σε ένα οποιοδήποτε τυχαίο τζετ, αλλά ΣΤΟ τζετ, υπονοώντας ότι οι Μπίσοπ έχουν το δικό τους ιδιωτικό αεροσκάφος. Τι λες τώρα; Τι κόσμος είναι αυτός και πώς κατέληξα εγώ εδώ; Όταν ο Φεν σηκώνει το άδειο μπουκάλι του και κάνει νόημα να του φέρουν άλλο, ο μπαμπάς του διώχνει μ’ ένα νεύμα τον σερβιτόρο. Ο Φεν μισοκλείνει εκνευρισμένος τα μάτια. «Τι, δεν γιορτάζουμε;» Ο Ντέιβιντ κάνει τη χάρη στον γιο του να του ρίξει μια σύντομηματιά. «Νομίζωότι έχεις μάλλον γιορτάσει αρκετά».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=