Μινώταυρος

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ 19 χερές νύχτες του χειμώνα, που η ανθρώπινη ψυχή, θέλει δεν θέλει, θλίβεται και αναδιπλώνεται, νομίζεις πως το ίδιο χωριό είναι δυο σπιτάκια όλα κι όλα. Όποιον καφενέ κι αν έβρισκε στον δρόμο του έστεκε, γιατί όλο και κάποιος τον φώναζε να τον κεράσει. Μιλούσαν για τον αδερφό του λες και ήταν εθνικός ήρωας. Ένας γέρος ιστόρησε την τελευταία φορά που ο Μπραήμης με τους δικούς του είχε περάσει από το χωριό. Ήταν καλοκαίρι, μέρα μεσημέρι. Ο Τούρ- κος νταής, τύφλα στο μεθύσι, βολτάριζε στους δρόμους με την ολοκαίνουργια γυαλιστερή πιστόλα του, όταν είδε έναν χωριανό με την κατσίκα του να περνά από μπροστά του. Του φώναξε: «Στάσου, κακομοίρη άνθρωπε, να σου πω. Τούτη δω την και- νούργια πιστόλα μού την πούλησαν στη Γεράπετρο και ξέχασα να δοκιμάσω αν ξαμώνει καλά. Λέω λοιπόν να τη δοκιμάσω πάνω σου ή πάνω στην κατσίκα σου. Εσύ να διαλέξεις. Αν έχετε τύχη και δεν πάρει φωτιά, καλώς· ειδεμή, ετσάτανε το κισμέτ σας». Ο χωριανός – τι να κάνει – έδειξε έντρομος το ζώο και ο Μπραήμης με μια πιστολιά το σώριασε χάμω. Παράγγειλε ύστε- ρα στον άτυχο άνθρωπο να το μαγειρέψει, και το βραδάκι πή- γανε στο σπίτι του όλη η συμμορία και αρχίσανε να τρώνε και να πίνουν. Έσυραν με το ζόρι και κάποια θηλυκά από το χωριό και ύστερα, όταν τέλειωσε το τσιμπούσι, θέλανε οπωσδήποτε να τα πάρουν μαζί τους. Οι χωριανοί έτρεξαν στον αγά, που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε ξεμυτίσει, κι εκείνος, πιεζόμενος, έστει- λε μήνυμα στον Μπραήμη να διαλέξει ένα απ’ όλα μόνο για τη χάρη του. Ο Μπραήμης όρισε την κόρη του παπά. Είπαν πως το έκανε επίτηδες. Επίτηδες ξεπίτηδες, την πήρε και η κοπέλα γύρισε ύστερα από μια βδομάδα στο χωριό μισόγυμνη και ατι- μασμένη. Ανήμερα της Παναγίας κρεμάστηκε από τον κλώνο της ελιάς από την ντροπή της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=